δίλοφος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-λοφος, ον <i>adj</i><br />[[double]]-[[crested]], of [[Parnassus]], Soph.
|mdlsjtxt=δί-λοφος, ον <i>adj</i><br />[[double]]-[[crested]], of [[Parnassus]], Soph.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[que tiene doble cresta]] de un gallo ἔχε ἀλέκτορα δίλοφον, ἤτοι λευκόν ἢ ξανθόν, ἀπέχου δὲ μέλανος <b class="b3">toma un gallo de doble cresta, blanco o dorado, pero guárdate de uno negro</b> P XII 311
}}
}}

Revision as of 15:35, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλοφος Medium diacritics: δίλοφος Low diacritics: δίλοφος Capitals: ΔΙΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dílophos Transliteration B: dilophos Transliteration C: dilofos Beta Code: di/lofos

English (LSJ)

ον, double-crested, πέτρα, of Parnassus, S.Ant.1126 (lyr.); ἀλέκτωρ PMag.Leid.V.9.21.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble cresta πέτρα del Parnaso, S.Ant.1126, ἀλέκτωρ PMag.12.311, cf. Mart.Cap.2.177.

German (Pape)

[Seite 630] zweigipfelig; πέτρα, der Parnaß, Soph. Ant. 1113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

δίλοφος: двувершинный (πετρα = Παρνασσός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δίλοφος: -ον, διπλοῦς ἔχων λόφον, κορυφήν, δ. πέτρα, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ (ἴδε δικόρυφος, ἀμφίπυρος), Σοφ. Ἀντ. 1126.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές
2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.

Greek Monotonic

δίλοφος: -ον, αυτός που έχει δύο λόφους, διπλή κορυφή, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.

Middle Liddell

δί-λοφος, ον adj
double-crested, of Parnassus, Soph.

Léxico de magia

-ον que tiene doble cresta de un gallo ἔχε ἀλέκτορα δίλοφον, ἤτοι λευκόν ἢ ξανθόν, ἀπέχου δὲ μέλανος toma un gallo de doble cresta, blanco o dorado, pero guárdate de uno negro P XII 311