αποσπώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
(5)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἀποσπῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] βίαια, [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]], [[ξεριζώνω]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[σπάζω]]<br /><b>3.</b> [[ελευθερώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) [[μετακινώ]] κάποιον προσωρινά από την οργανική του [[θέση]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[εξάγω]], [[βγάζω]] [[κάτι]] από τη [[θέση]] του<br /><b>4.</b> (για στρατό) [[αποσύρω]], [[μετακινώ]]<br />II. (-ώμαι)<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου<br /><b>2.</b> (για οστά) [[βγαίνω]] απ' τη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. πρκμ.) <i>ὁ ἀπεσπασμένος</i><br />ο [[ευνούχος]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσπῶ]], [[ἀποσπάω]])<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] βίαια, [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]], [[ξεριζώνω]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[σπάζω]]<br /><b>3.</b> [[ελευθερώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) [[μετακινώ]] κάποιον προσωρινά από την οργανική του [[θέση]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[εξάγω]], [[βγάζω]] [[κάτι]] από τη [[θέση]] του<br /><b>4.</b> (για στρατό) [[αποσύρω]], [[μετακινώ]]<br />II. (-ώμαι)<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου<br /><b>2.</b> (για οστά) [[βγαίνω]] απ' τη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. πρκμ.) <i>ὁ ἀπεσπασμένος</i><br />ο [[ευνούχος]].
}}
}}

Revision as of 17:26, 22 October 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσπῶ, ἀποσπάω)
1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω
2. απομακρύνω κάποιον από κάτι
μσν.- νεοελλ.
1. τραβώ, ξεριζώνω
2. (για δέντρα) σπάζω
3. ελευθερώνω
νεοελλ.
(για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη
αρχ.
Ι. 1. αποστερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι
2. σύρω, τραβώ κάποιον
3. εξάγω, βγάζω κάτι από τη θέση του
4. (για στρατό) αποσύρω, μετακινώ
II. (-ώμαι)
1. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου
2. (για οστά) βγαίνω απ' τη θέση μου
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) ὁ ἀπεσπασμένος
ο ευνούχος.