υποτείνω: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὑποτείνω]], ΝΜΑ [[τείνω]]<br />(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[υποτείνουσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] τεντωμένο [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑποτείνειν [[δοκίδα]] ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] με [[δύναμη]] («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιτείνω]], [[αυξάνω]] («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[υπόσχομαι]] (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῡν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῑς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)<br /><b>5.</b> [[προτείνω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου («ταῡτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῑς άπάτην τεχνάζων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> εκτείνομαι [[αποκάτω]] ή [[απέναντι]] από κάποιο [[σημείο]] («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῡ τριγώνου [ενν. ἡ [[γραμμή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποτείνομαι</i><br />[[προτείνω]] [[ερώτημα]] ή [[ζήτημα]] («[[ὥσπερ]] τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ [[καλῶς]] καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />A<br /><b>βλ.</b> [[υποτίνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὑποτείνω]], ΝΜΑ [[τείνω]]<br />(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[υποτείνουσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] τεντωμένο [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑποτείνειν [[δοκίδα]] ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] με [[δύναμη]] («ὑπότεινε δὴ πᾶς καὶ κάταγε τοῖσιν κάλῳς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιτείνω]], [[αυξάνω]] («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[υπόσχομαι]] (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)<br /><b>5.</b> [[προτείνω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου («ταῦτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῖς άπάτην τεχνάζων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> εκτείνομαι [[αποκάτω]] ή [[απέναντι]] από κάποιο [[σημείο]] («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῦ τριγώνου [ενν. ἡ [[γραμμή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποτείνομαι</i><br />[[προτείνω]] [[ερώτημα]] ή [[ζήτημα]] («[[ὥσπερ]] τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ [[καλῶς]] καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />A<br /><b>βλ.</b> [[υποτίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 29 October 2022

Greek Monolingual

(I)
ὑποτείνω, ΝΜΑ τείνω
(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα
αρχ.
1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)
2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾶς καὶ κάταγε τοῖσιν κάλῳς», Αριστοφ.)
3. επιτείνω, αυξάνω («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», Σοφ.)
4. προτείνω, υπόσχομαι (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν», Ηρόδ.
β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)
5. προτείνω, προβάλλω κάτι ενώπιον κάποιου («ταῦτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῖς άπάτην τεχνάζων», Πλούτ.)
6. εκτείνομαι αποκάτω ή απέναντι από κάποιο σημείο («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῦ τριγώνου [ενν. ἡ γραμμή», Αριστοτ.)
7. μέσ. ὑποτείνομαι
προτείνω ερώτημα ή ζήτημαὥσπερ τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ καλῶς καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», Πλάτ.).
(II)
A
βλ. υποτίνω.