εξαιτώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαιτῶ, -έω)<br /><b>μέσ.</b> <i>ἐξαιτοῦμαι</i><br />[[ζητώ]] παρακλητικά να μού δοθεί [[κάτι]] («δὸς πᾱσιν ἡμῑν [[ὥσπερ]] ἐξαιτούμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] ή [[απαιτώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ζητώ]] σε γάμο<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] την [[παράδοση]] κάποιου, [[κυρίως]] δούλου, για βασανισμό ή [[ανάκριση]] με βασανιστήρια («ἐξαιτοῦσι [τοὺς θεράποντας] οὐκ ἠθέλησαν ἐκδιδόναι», Αντιφ.)<br /><b>4.</b> [[παρακαλώ]], [[ζητώ]] παρακλητικά («ἡ δὲ [[μήτηρ]] ἐξαιτησαμένη αὐτόν ἀποπέμπει [[πάλιν]] ἐπὶ τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (με εμπρόθ. προσδ.) [[μεσιτεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[ζητώ]] [[συγνώμη]], [[άφεση]] («εἴ πως τὰ [[πρόσθε]] σφάλματ' ἐξαιτούμένος», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(AM ἐξαιτῶ, -έω)<br /><b>μέσ.</b> <i>ἐξαιτοῦμαι</i><br />[[ζητώ]] παρακλητικά να μού δοθεί [[κάτι]] («δὸς πᾶσιν ἡμῖν [[ὥσπερ]] ἐξαιτούμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] ή [[απαιτώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ζητώ]] σε γάμο<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] την [[παράδοση]] κάποιου, [[κυρίως]] δούλου, για βασανισμό ή [[ανάκριση]] με βασανιστήρια («ἐξαιτοῦσι [τοὺς θεράποντας] οὐκ ἠθέλησαν ἐκδιδόναι», Αντιφ.)<br /><b>4.</b> [[παρακαλώ]], [[ζητώ]] παρακλητικά («ἡ δὲ [[μήτηρ]] ἐξαιτησαμένη αὐτόν ἀποπέμπει [[πάλιν]] ἐπὶ τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (με εμπρόθ. προσδ.) [[μεσιτεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[ζητώ]] [[συγνώμη]], [[άφεση]] («εἴ πως τὰ [[πρόσθε]] σφάλματ' ἐξαιτούμένος», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 29 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐξαιτῶ, -έω)
μέσ. ἐξαιτοῦμαι
ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾶσιν ἡμῖν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.)
αρχ.
1. ζητώ ή απαιτώ κάτι
2. ζητώ σε γάμο
3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια («ἐξαιτοῦσι [τοὺς θεράποντας] οὐκ ἠθέλησαν ἐκδιδόναι», Αντιφ.)
4. παρακαλώ, ζητώ παρακλητικά («ἡ δὲ μήτηρ ἐξαιτησαμένη αὐτόν ἀποπέμπει πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχήν», Ξεν.)
5. (με εμπρόθ. προσδ.) μεσιτεύω
6. μέσ. ζητώ συγνώμη, άφεση («εἴ πως τὰ πρόσθε σφάλματ' ἐξαιτούμένος», Ευρ.).