παράζυξ: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; [[οἱ]] παράζυγες ARSTT les prolétaires.<br />'''Étymologie:''' [[παραζεύγνυμι]].
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; οἱ παράζυγες ARSTT les prolétaires.<br />'''Étymologie:''' [[παραζεύγνυμι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 21:17, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράζυξ Medium diacritics: παράζυξ Low diacritics: παράζυξ Capitals: ΠΑΡΑΖΥΞ
Transliteration A: parázyx Transliteration B: parazyx Transliteration C: parazyks Beta Code: para/zuc

English (LSJ)

-υγος, ὁ, ἡ, yoked beside; metaph, παράζυγες, οἱ, supernumeraries, Arist. Pol. 1265b4.

German (Pape)

[Seite 478] υγος, danebengespannt, als subst. ein Beipferd? – Bei Arist. polit. 2, 3, 6 Beiläufer, Überzähliger.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; οἱ παράζυγες ARSTT les prolétaires.
Étymologie: παραζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράζυξ -υγος, ὁ, ἡ [παραζεύγνυμι] ernaast ingespannen; overdr.: οἱ παράζυγες degenen die boventallig zijn. Aristot. Pol. 1265b4.

Russian (Dvoretsky)

παράζυξ: ῠγος adj. припряженный, пристяжной, перен. избыточный: οἱ παράζυγες Arst. паразиги, младшие дети (не имеющие, при майоратной системе, доли в наследстве).

Greek (Liddell-Scott)

παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. περίζυξ.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγες
οι υπεράριθμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ζυξ (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύ-ζυξ].

Greek Monotonic

παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. παράζυγες, υπεράριθμοι, σε Αριστ.

Middle Liddell

παράζυξ, ῠγος,
yoked beside: pl. παράζυγες supernumeraries, Arist.