ἐπίσπορος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />semé postérieurement ; <i>fig.</i> [[οἱ]] ἐπίσποροι ESCHL les descendants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπείρω]].
|btext=ος, ον :<br />semé postérieurement ; <i>fig.</i> οἱ ἐπίσποροι ESCHL les descendants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπείρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:20, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσπορος Medium diacritics: ἐπίσπορος Low diacritics: επίσπορος Capitals: ΕΠΙΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: epísporos Transliteration B: episporos Transliteration C: episporos Beta Code: e)pi/sporos

English (LSJ)

ον, sown afterwards, οἱ ἐπίσποροι = posterity, A.Eu.673; τὰ ἐπίσπορα secondary crops, of vegetables, Thphr.HP7.1.2, PTeb.27.37 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 981] nachgesäet, οἱ ἐπίσποροι, die Nachkommen, Aesch. Eum. 643; τὰ ἐπίσπορα, die Gemüse, die mehrere Mal im Jahre gesäet, nachgesäet werden, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé postérieurement ; fig. οἱ ἐπίσποροι ESCHL les descendants.
Étymologie: ἐπισπείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσπορος: -ον, ὁ κατόπιν σπαρείς, οἱ ἐπίσποροι, οἱ μετέπειτα, οἱ ἀπόγονοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 673· τὰ ἐπ., λάχανα σπειρόμενα διὰ ὄψιμον συγκομιδήν, τὰ καλούμενα ἐπίσπορα· ταῦτα δ’ ἐστὶ τεύτλιον, θριδακίνη, εὔζωμον, λάπαθον, κτλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2.

Greek Monolingual

ἐπίσπορος, -ον (Α) επισπείρω
1. αυτός που σπάρθηκε ύστερα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσποροι
οι απόγονοι
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσπορα
λαχανικά που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο.

Greek Monotonic

ἐπίσπορος: -ον (ἐπισπείρω), αυτός που έχει σπαρεί κατόπιν, οἱ ἐπ., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπίσπορος, ον ἐπισπείρω
sown afterwards, οἱ ἐπ. posterity, Aesch.