ὑψόσε: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[motion]]<br />[[aloft]], on [[high]], up [[high]], Hom.; ὑψόσ' ἔχοντες [[high]] reaching, Il.
|mdlsjtxt=[adverb of [[motion]]<br />[[aloft]], on [[high]], up [[high]], Hom.; ὑψόσ' ἔχοντες [[high]] reaching, Il.
}}
{{pape
|ptext=adv., <i>in die [[Höhe]], [[aufwärts]], [[hinauf]], Il</i>. 10.461, <i>Od</i>. 9.420 und Sp.
}}
}}

Revision as of 16:33, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψόσε Medium diacritics: ὑψόσε Low diacritics: υψόσε Capitals: ΥΨΟΣΕ
Transliteration A: hypsóse Transliteration B: hypsose Transliteration C: ypsose Beta Code: u(yo/se

English (LSJ)

Adv. of motion, aloft, on high, ὑψόσ' ἀείρας Il.10.465, Od. 9.240; ὑψόσ' ἀνέσχεθε χειρί Il.10.461; ὑ. δ' αὐγὴ γίγνεται ἀΐσσουσα 18.211; τοῦ δ' ὑ. γούνατ' ἐπήδα 21.302, cf. 324; ὑ. δ' ἄχνη σκίδναται 11.307, cf. Od.12.238; κίονες ὑ. ἔχοντες high reaching, 19.38. The two editions by Aristarchus gave ὑψόσε and ὑψοῦ respectively in Il. 10.465, 505, cf. Od.12.249.

French (Bailly abrégé)

adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος, -σε.

Russian (Dvoretsky)

ὑψόσε: adv. ввысь, вверх (ἀείρειν, πηδᾶν Hom.): κίονες ὑ. ἔχοντες Hom. уходящие ввысь колонны.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψόσε: Ἐπίρρ. κινήσεως εἰς τόπον, πρὸς τὰ ὕψη, πρὸς τὰ ἄνω, ὑψηλά, ἀείρειν, ἀνασχεῖν Ἰλ. Κ. 461, 465, Ὀδ. Ι. 240, κ. ἀλλ.· ἀΐσσειν, πηδᾶν, θύειν Ἰλ. Σ. 211., Φ. 302, 324· σκίδνασθαι, πίπτειν Λ. 307, Ὀδ. Μ. 238· ὑψ. ἔχοντες, εἰς ὕψος ἐκτεινόμενοι, φθάνοντες, Τ. 38. Εἶνε πολλάκις ἀμφίβολον ἂν ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶνε ὑψόσεὑψοῦ, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372.

English (Autenrieth)

upward, aloft.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ' Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ' ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-σε (πρβλ. ἀγχ-ό-σε, τηλ-ό-σε)].

Greek Monotonic

ὑψόσε: επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, ψηλά, σε Όμηρ.· ὑψόσ' ἔχοντες, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[adverb of motion
aloft, on high, up high, Hom.; ὑψόσ' ἔχοντες high reaching, Il.

German (Pape)

adv., in die Höhe, aufwärts, hinauf, Il. 10.461, Od. 9.420 und Sp.