ἀκηδία: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκηδία]], η (AM)<br />στην Αρχαία Ελληνική και [[ἀκήδεια]]) [[ἀκηδής]]<br /><b>1.</b> [[αδιαφορία]], [[αμεριμνησία]], [[ολιγωρία]], [[απάθεια]]<br /><b>2.</b> [[αθυμία]]<br /><b>3.</b> [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(Εκκλ.)</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[νωχέλεια]], [[οκνηρία]]<br /><b>2.</b> [[άγχος]], [[αγωνία]]<br /><b>3.</b> [[απελπισία]]<br /><b>4.</b> [[θλίψη]]<br /><b>5.</b> ψυχική [[κατάπτωση]], [[πειρασμός]] του [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκηδής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀκηδιῶ</i>].
|mltxt=[[ἀκηδία]], η (AM)<br />στην Αρχαία Ελληνική και [[ἀκήδεια]]) [[ἀκηδής]]<br /><b>1.</b> [[αδιαφορία]], [[αμεριμνησία]], [[ολιγωρία]], [[απάθεια]]<br /><b>2.</b> [[αθυμία]]<br /><b>3.</b> [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(Εκκλ.)</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[νωχέλεια]], [[οκνηρία]]<br /><b>2.</b> [[άγχος]], [[αγωνία]]<br /><b>3.</b> [[απελπισία]]<br /><b>4.</b> [[θλίψη]]<br /><b>5.</b> ψυχική [[κατάπτωση]], [[πειρασμός]] του [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκηδής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀκηδιῶ</i>].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Sorglosigkeit]]</i>, Cic. <i>Att</i>. 12.45; <i>[[Vernachlässigung]]</i>, Hippocr.; so ist es auch Luc. <i>[[Hermot]]</i>. 77 zu [[nehmen]], wo ἀκ. καὶ [[κάματος]] [[zusammenstehen]], <i>[[Anstrengung]]</i>, [[wobei]] man seinen [[Körper]] ganz [[vernachlässigt]], wo also nicht an α intens. zu [[denken]].
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκηδία Medium diacritics: ἀκηδία Low diacritics: ακηδία Capitals: ΑΚΗΔΙΑ
Transliteration A: akēdía Transliteration B: akēdia Transliteration C: akidia Beta Code: a)khdi/a

English (LSJ)

Ion. ἀκηδίη, ἡ, A = ἀκήδεια: indifference, torpor, apathy, Hp.Gland.12, Cic.Att.12.45. 2 weariness, exhaustion, Luc.Herm.77, D.C.Fr.73; πνεύματος LXX Is.61.3. 3 c. gen., neglect, disregard, τῆς παραφορῆς Aret.CA1.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Gland.12; -εία Diog.Oen.25.3.9, jón. -είη Emp.B 136, A.R.2.219
1 despreocupación, falta de cuidado, indiferencia νόοιο Emp.B 136, cf. A.R.2.219, 3.260, Diog.Oen.25.3.9, τῆς παραφορῆς Aret.CA 1.1.28
en el sintagma ἐν ἀκηδίῃ sin atención ἄμφω δὲ ἐν ἀκηδίῃ καταγυιοῖ τὴν φύσιν ambas cosas, si no se les presta atención, debilitan la naturaleza Hp.Gland.12
dejadez, apatía Cic.Att.290.1, Herm.Vis.3.11.3.
2 de un estado físico embotamiento, cansancio ἀ. καὶ κάματος Luc.Herm.77, ἀ. καὶ ὁ ἐκ τῆς ὁδοῦ κόπος Gr.Nyss.Ep.1.10
entorpecimiento μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον, ἄλλοτ' ἔρευθος, ἀκηδείῃσι νόοιο sus mejillas se mudaban ya en pálidas, ya en rojas, por los desvíos de su razón A.R.3.298
abatimiento στενωθεῖσα ὑπὸ ἀκηδίας Pall.V.Chrys.17.165.
3 angustia, objeto de preocupación, tristeza πνεῦμα ἀκηδίας ánimo triste LXX Is.61.3, οὔθ' ὑπὸ ἄλλης τινὸς ἀκηδίας ἐταλαιπώρησεν D.C.73.2
desesperación Cyr.Al.M.73.504C.
4 descuido, acidia, pereza tentación especial de los eremitas ἀ. ἐστὶν ἀτονία τῆς ψυχῆς Nil.M.79.1157C.

Russian (Dvoretsky)

ἀκηδία:
1) беззаботность, беспечность Cic.;
2) пренебрежение к себе, самоотверженность Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκηδία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἀκήδεια, ἀδιαφορία, ἀδράνεια, νάρκωσις ἐκ θλίψεως ἢ ἐξαντλήσεως, Ἱππ. 272, 39, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12.45, Ἀρεταῖος, κτλ.

Greek Monolingual

ἀκηδία, η (AM)
στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) ἀκηδής
1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια
2. αθυμία
3. εξάντληση, εξασθένηση
μσν.
(Εκκλ.)
1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία
2. άγχος, αγωνία
3. απελπισία
4. θλίψη
5. ψυχική κατάπτωση, πειρασμός του μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδής.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀκηδιῶ].

German (Pape)

ἡ, Sorglosigkeit, Cic. Att. 12.45; Vernachlässigung, Hippocr.; so ist es auch Luc. Hermot. 77 zu nehmen, wo ἀκ. καὶ κάματος zusammenstehen, Anstrengung, wobei man seinen Körper ganz vernachlässigt, wo also nicht an α intens. zu denken.