λεῖτος: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ἤ λέιτος (=[[δημόσιος]]). Σχετίζεται μέ τό λαόςλεώς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Λειτουργός (=[[δημόσιος]] [[ὑπηρέτης]]). Ἀπό τό [[λεῖτος]] (=[[δημόσιος]]) + [[ἔργω]] [[ἐργάζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> λειτουργῶ (=ἐκτελῶ δημόσια καθήκοντα), [[λειτουργία]] (=δημόσιο [[καθῆκον]] πού ἀναλάμβαναν οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι μέ δικά τους ἔξοδα), [[λειτουργικός]], [[λειτούργημα]]. | |mantxt=ἤ λέιτος (=[[δημόσιος]]). Σχετίζεται μέ τό λαόςλεώς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Λειτουργός (=[[δημόσιος]] [[ὑπηρέτης]]). Ἀπό τό [[λεῖτος]] (=[[δημόσιος]]) + [[ἔργω]] [[ἐργάζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> λειτουργῶ (=ἐκτελῶ δημόσια καθήκοντα), [[λειτουργία]] (=δημόσιο [[καθῆκον]] πού ἀναλάμβαναν οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι μέ δικά τους ἔξοδα), [[λειτουργικός]], [[λειτούργημα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=s. [[λέϊτος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:36, 24 November 2022
Greek Monotonic
λεῖτος: -ον (λεώς), δημόσιος, κοινός, αυτός που ανήκει στο λαό, λαϊκός.
Mantoulidis Etymological
ἤ λέιτος (=δημόσιος). Σχετίζεται μέ τό λαόςλεώς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Λειτουργός (=δημόσιος ὑπηρέτης). Ἀπό τό λεῖτος (=δημόσιος) + ἔργω ἐργάζομαι.
Παράγωγα: λειτουργῶ (=ἐκτελῶ δημόσια καθήκοντα), λειτουργία (=δημόσιο καθῆκον πού ἀναλάμβαναν οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι μέ δικά τους ἔξοδα), λειτουργικός, λειτούργημα.
German (Pape)
s. λέϊτος.