ἀγρώτης: Difference between revisions
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== [[ἀγρότης]]<br />adj., [[wild]], Eur.: [[rustic]], Anth. | |mdlsjtxt== [[ἀγρότης]]<br />adj., [[wild]], Eur.: [[rustic]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Landmann]]</i>, Theocr. 25.51; – adj. θῆρες ἀγρ. Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 564, = ἀγρότεροι, s. [[ἀγρώστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, of the field, wild, θῆρες E.Ba.564 (lyr.), Rh.266.
Spanish (DGE)
-ου del campo, salvaje St.Byz.s.u. ἀγρός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 rustique;
2 sauvage.
Étymologie: ἀγρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρώτης:
I ου ὁ поселянин (Theocr. - v.l. ἀροτρεύς).
II ου adj. полевой, степной, дикий (θῆρες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀροτρεὺς ἐν Θεοκρ. 25, 51. 2) ὡς ἐπίθ. ὁ ἐν ἀγροῖς, ὁ ἐξ ἀγρῶν, ἄγριος· θῆρες, Εὐρ. Βάκχ. 562 (λυρ.)· χωρικός, βουκόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 37.
Greek Monotonic
ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης· ως επίθ., άγριος, σε Ευρ.· αγροτικός, χωριάτικος, σε Ανθ.
Middle Liddell
= ἀγρότης
adj., wild, Eur.: rustic, Anth.
German (Pape)
ὁ, Landmann, Theocr. 25.51; – adj. θῆρες ἀγρ. Eur. Bacch. 564, = ἀγρότεροι, s. ἀγρώστης.