δίζυγος: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[δίζυγος]], -ον)<br />[[διπλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο ζυγούς<br /><b>2.</b> «δίζυγον πυρ» — [[πυρά]] που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δίζυγο]]. | |mltxt=-ο (AM [[δίζυγος]], -ον)<br />[[διπλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο ζυγούς<br /><b>2.</b> «δίζυγον πυρ» — [[πυρά]] που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δίζυγο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[δίζυξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, = δίζυξ, μέλος, οὐρή, Nonn.D.15.55, 39.330.
Spanish (DGE)
(δίζῠγος) -ον
doble δίζυγον ... μέλος χαλκόκροτον Nonn.D.15.55, ἰχθύος ... δ. οὐρή Nonn.D.39.330.
Greek Monolingual
-ο (AM δίζυγος, -ον)
διπλός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει δύο ζυγούς
2. «δίζυγον πυρ» — πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο.
German (Pape)
= δίζυξ.