τρισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρισμός -οῦ, ὁ [τρίζω] geknars (van tanden). Hp.
|elnltext=τρισμός -οῦ, ὁ [τρίζω] geknars (van tanden). Hp.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τρίζω]]<br />ο [[τριγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τονικός]] [[σπασμός]] τών μασητήριων [[μυών]], ο [[οποίος]] προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού [[δυσκολία]] στη [[διάνοιξη]] τών [[γνάθων]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τρίζω]]<br />ο [[τριγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τονικός]] [[σπασμός]] τών μασητήριων [[μυών]], ο [[οποίος]] προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού [[δυσκολία]] στη [[διάνοιξη]] τών [[γνάθων]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Schwirren]], [[Schrillen]], [[Zirpen]], [[Knirschen]]</i>, Arist., Plut. und A.
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμός Medium diacritics: τρισμός Low diacritics: τρισμός Capitals: ΤΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trismós Transliteration B: trismos Transliteration C: trismos Beta Code: trismo/s

English (LSJ)

v. τριγμός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit bruit aigu.
Étymologie: τρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισμός -οῦ, ὁ [τρίζω] geknars (van tanden). Hp.

Russian (Dvoretsky)

τρισμός:τρίζω
1) писк (μυός Plut.);
2) визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισμός: ἴδε ἐν λεξ. τριγμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τρίζω
ο τριγμός
νεοελλ.
τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων.

German (Pape)

ὁ, das Schwirren, Schrillen, Zirpen, Knirschen, Arist., Plut. und A.