Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρωσμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
mNo edit summary
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τιτρωσμός]], ὁ, Α<br />πρόωρη [[γέννηση]], [[αποβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σμός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρω</i>-<i>σμός</i>: [[θρῴσκω]]). Το -<i>σ</i>- του τύπου οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] του ενεστ.].
|mltxt=και [[τιτρωσμός]], ὁ, Α<br />πρόωρη [[γέννηση]], [[αποβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σμός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρω</i>-<i>σμός</i>: [[θρῴσκω]]). Το -<i>σ</i>- του τύπου οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] του ενεστ.].
}}
{{pape
|ptext=ὁ,<br><b class="num">1</b> <i>[[Wunde]], [[Verwundung]]</i>.<br><b class="num">2</b> wie [[ἐκτρωσμός]], <i>[[Fehlgeburt]]</i>, Hippocr.; vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 209.
}}
}}

Latest revision as of 16:41, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωσμός Medium diacritics: τρωσμός Low diacritics: τρωσμός Capitals: ΤΡΩΣΜΟΣ
Transliteration A: trōsmós Transliteration B: trōsmos Transliteration C: trosmos Beta Code: trwsmo/s

English (LSJ)

ὁ, (τρώω)
A = ἐκτρωσμός, miscarriage, Hp.Coac.532: pl., Id.Septim. 9, Dsc.5.72.

Greek (Liddell-Scott)

τρωσμός: ὁ, (τρώω) ὡς τὸ ἐκτρωσμός, ἔκτρωσις, ἀποβολὴ (ἐμβρύου), Ἱππ. 206D, κ. ἀλλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 209.

Greek Monolingual

και τιτρωσμός, ὁ, Α
πρόωρη γέννηση, αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -σμός (πρβλ. θρω-σμός: θρῴσκω). Το -σ- του τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση του ενεστ.].

German (Pape)

ὁ,
1 Wunde, Verwundung.
2 wie ἐκτρωσμός, Fehlgeburt, Hippocr.; vgl. Lobeck Phryn. 209.