ὑψίκομος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-κομος, ον, [[κόμη]]<br />with [[lofty]] [[foliage]], [[towering]], Hom., Hes., Eur. | |mdlsjtxt=ὑψί-κομος, ον, [[κόμη]]<br />with [[lofty]] [[foliage]], [[towering]], Hom., Hes., Eur. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>hoch [[behaart]], [[belaubt]]</i>; [[δρῦς]] <i>Il</i>. 14.398, und [[öfter]] bei Hom. und Hes.; ἐλάται Eur. <i>Alc</i>. 588; sp.D., δόνακες Paul.Sil. 44 (VI.168); <i>Ep.adesp</i>. (<i>APP</i> 326). Bei Qu.Sm. 5.119 auch 3 Endgn. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:43, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, also η, ον Q.S.5.119: (κόμη):—A with high-bound tresses, Ἑλένα Pi.Pae.6.95. 2 with lofty foliage, towering, δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.Sc.376; ἐλάται E.Alc.585 (lyr.); ὄρη Asius Fr.Ep.8.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. η, ον :
à la chevelure élevée, càd au feuillage élevé ou à la cime chevelue.
Étymologie: ὕψι, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκομος: высоколиственный, с высокой кроной (δρῦς Hom., Hes.; ἐλάται Eur.; δόνακες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκομος: -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 (κόμη)· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν φύλλωμα, ὑψηλός, δρῦς Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· δρῦς ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψίκομος· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὑψῐκομος, -ον with high piled hair ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α
(για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά
αρχ.
1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά
2. (για όρος) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ-κομος].
Greek Monotonic
ὑψίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, απέραντος, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.
Middle Liddell
ὑψί-κομος, ον, κόμη
with lofty foliage, towering, Hom., Hes., Eur.
German (Pape)
hoch behaart, belaubt; δρῦς Il. 14.398, und öfter bei Hom. und Hes.; ἐλάται Eur. Alc. 588; sp.D., δόνακες Paul.Sil. 44 (VI.168); Ep.adesp. (APP 326). Bei Qu.Sm. 5.119 auch 3 Endgn.