Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιτόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῑτό-βιος, ον [λῑτός]<br />[[living]] [[plainly]] or [[sparingly]], Strab.
|mdlsjtxt=λῑτό-βιος, ον [λῑτός]<br />[[living]] [[plainly]] or [[sparingly]], Strab.
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>[[einfach]], [[sparsam]] [[lebend]]</i>, Strab. XV.701.
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑτόβῐος Medium diacritics: λιτόβιος Low diacritics: λιτόβιος Capitals: ΛΙΤΟΒΙΟΣ
Transliteration A: litóbios Transliteration B: litobios Transliteration C: litovios Beta Code: lito/bios

English (LSJ)

ον, (λιτός) living plainly or sparingly, Str.15.1.34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit simplement.
Étymologie: λιτός, βίος.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιτόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινόβιος, λιπόβιος)].

Greek Monotonic

λῑτόβιος: -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με φειδώ, λιτά, σε Στράβ.

Middle Liddell

λῑτό-βιος, ον [λῑτός]
living plainly or sparingly, Strab.

German (Pape)

[ῑ], einfach, sparsam lebend, Strab. XV.701.