ἀνούσιος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνούσιος]], -ον) [[ουσία]]<br /><b>1.</b> (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη [[γεύση]], ο [[άνοστος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και [[λόγια]]) ο [[ανόητος]], [[εκείνος]] που δεν προκαλεί [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει [[πάνω]] στην ύλη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[εκτός]] πραγματικότητας, ο ουσιαστικά [[ανύπαρκτος]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνούσιος]], -ον) [[ουσία]]<br /><b>1.</b> (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη [[γεύση]], ο [[άνοστος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και [[λόγια]]) ο [[ανόητος]], [[εκείνος]] που δεν προκαλεί [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει [[πάνω]] στην ύλη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[εκτός]] πραγματικότητας, ο ουσιαστικά [[ανύπαρκτος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[οὐσία]]), <i>[[wesenlos]], ohne [[Substanz]]</i>, K.S. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A without substance, οὐδὲ ἄρα ἡ ἑτερότης ἀ. Dam.Pr. 192; ἀ. καὶ νεκροί Procl. in Alc.p.271C., cf. Olymp.in Alc.p.92C.; δύναμις, of God, opp. οὐσιώδης, Procl.Inst.121. Adv. ἀνουσίως Syrian.in Metaph.114.29. II in Alchemy, not affecting substance, superficial in action, σώματα Zos.Alch.p 160B,al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene entidad o ser op. οὐσιώδης de la πρωτίστη δύναμις ἐν τοῖς θεοῖς Procl.Inst.121, οὐδὲ ἄρα ἡ ἑτερότης αὐτὴ ἀ. Dam.Pr.192, τὸ κακόν Dion.Ar.DN M.3.716D
•subst. τὸ ἀ. lo que no tiene entidad Dion.Ar.DN M.3.697A.
2 fig. que no tiene existencia νεκροὺς καὶ ἀνουσίους ἑαυτοὺς ἡγοῦνται οἱ ἄνθρωποι cuando son objeto de injusticia, Olymp.in Alc.73.5
•que no tiene existencia independiente, que no subsiste por sí mismo ὁ ἐν ἀνθρώποις λόγος Eus.DE 5.5 (p.228.27).
3 inmaterial τὸ γενητὸν οὐκ ἀνούσιον Clem.Al.Exc.Thdot.10 (p.109.21).
4 en alquimia que no tiene sustancia específica σώματα Zos.Alch.p.160.
II adv. ἀνουσίως = no entitativamente μετέχειν Syrian.in Metaph.114.29, ἀ. ἔπασχεν del Logos, Leont.H.Nest.M.86.1768A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνούσιος: -ον, ὁ ἄνευ οὐσίας, ὁ ἄνευ ὑλικῆς ὑποστάσεως, Ἐκκλ. 2) ὁ ἄνευ οὐσίας χρηματικῆς, δηλ. περιουσίας, μεταγεν.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀνούσιος, -ον) ουσία
1. (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη γεύση, ο άνοστος
2. (για ανθρώπους και λόγια) ο ανόητος, εκείνος που δεν προκαλεί ευχαρίστηση
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει πάνω στην ύλη
αρχ.-μσν.
ο εκτός πραγματικότητας, ο ουσιαστικά ανύπαρκτος.