νωπέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''νωπέομαι''': {nōpéomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[niedergeschlagen sein]], [[δυσωπεῖσθαι]] (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.<br />'''Etymology''': Vgl. [[προνωπής]]. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ [[ὄψει]] H. (Bq)?<br />'''Page''' 2,331
|ftr='''νωπέομαι''': {nōpéomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[niedergeschlagen sein]], [[δυσωπεῖσθαι]] (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.<br />'''Etymology''': Vgl. [[προνωπής]]. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ [[ὄψει]] H. (Bq)?<br />'''Page''' 2,331
}}
{{pape
|ptext== δυσωπέομαι; ἐνωπήθη ἐπί τινι, Ion <i>Ch</i>. bei Ath. XIII.604b; s. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 190; Hesych. erkl. νενώπηται, καταπέπληκται, τεταπείνωται.
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωπέομαι Medium diacritics: νωπέομαι Low diacritics: νωπέομαι Capitals: ΝΩΠΕΟΜΑΙ
Transliteration A: nōpéomai Transliteration B: nōpeomai Transliteration C: nopeomai Beta Code: nwpe/omai

English (LSJ)

to be downcast, lon Hist. 1, Phot. s.v. νενώπηται (Hsch. also has ἐνώπηται (sic)).

Greek (Liddell-Scott)

νωπέομαι: δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται).

Greek Monolingual

νωπέομαι (Α)
γίνομαι κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ
ἀσθενής τῇ ὄψει». Το ρ., πάντως, συνδέεται με τη λ. προνωπής «αυτός που γέρνει, που έχει το κεφάλι σκυμμένο»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to be downcast, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. προνωπής. Or from νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει H. (Bq)?

Frisk Etymology German

νωπέομαι: {nōpéomai}
Grammar: v.
Meaning: niedergeschlagen sein, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Etymology: Vgl. προνωπής. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ ὄψει H. (Bq)?
Page 2,331

German (Pape)

= δυσωπέομαι; ἐνωπήθη ἐπί τινι, Ion Ch. bei Ath. XIII.604b; s. Lobeck zu Phryn. 190; Hesych. erkl. νενώπηται, καταπέπληκται, τεταπείνωται.