μαγάδιον: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μαγάδιον]], ου, τό, [Dim. of [[μαγάς]], Luc.] | |mdlsjtxt=[[μαγάδιον]], ου, τό, [Dim. of [[μαγάς]], Luc.] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, dim. von [[μαγάς]], <i>[[kleiner]] Steg</i>, Luc. <i>D.D</i>. 7.4, [[dubia lectio|l.d.]] | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of μαγάς, BGU1125.21 (i B.C.), Ptol.Harm.1.8,3.1, v.l. in Luc.DDeor.7.4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de μαγάς ou de μάγαδις.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγάδιον: (γᾰ) τό муз. кобылка, подставка для струн Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μαγάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαγάς, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4 κοινῶς μαγάδα.
Greek Monolingual
μαγάδιον, τὸ (Α) μαγάς
μικρό τεμάχιο από ξύλο που υποβάσταζε τις χορδές τών μουσικών οργάνων.
Greek Monotonic
μαγάδιον: τό, υποκορ. του μαγάς, σε Λουκ.
Middle Liddell
μαγάδιον, ου, τό, [Dim. of μαγάς, Luc.]