σφαιρηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σφαιρηδόν [σφαῖρα] adv., als een bal:. ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι’ ὁμίλου hij liet het (hoofd) als een bal rollen door de menigte Il. 13.204.
|elnltext=σφαιρηδόν [σφαῖρα] adv., als een bal:. ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι’ ὁμίλου hij liet het (hoofd) als een bal rollen door de menigte Il. 13.204.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />like a [[globe]] or [[ball]], ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Il.
|mdlsjtxt=<br />like a [[globe]] or [[ball]], ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Il.
}}
{{pape
|ptext=adv., <i>nach Art einer [[Kugel]], eines Balles</i>; ἧκε δέ μιν (κεφαλήν) σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος, <i>Il</i>. 13.204; <i>Ep.adesp</i>. 131 (VI.45); Arat. 531.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρηδόν Medium diacritics: σφαιρηδόν Low diacritics: σφαιρηδόν Capitals: ΣΦΑΙΡΗΔΟΝ
Transliteration A: sphairēdón Transliteration B: sphairēdon Transliteration C: sfairidon Beta Code: sfairhdo/n

English (LSJ)

Adv. like a sphere, globe, or ball, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Il.13.204, cf. AP6.45, Arat.531, Herod.Med. ap.Orib.8.7.3, Vett.Val.270.24.

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de sphère ou de balle.
Étymologie: σφαῖρα, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιρηδόν [σφαῖρα] adv., als een bal:. ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι’ ὁμίλου hij liet het (hoofd) als een bal rollen door de menigte Il. 13.204.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρηδόν: adv. наподобие мяча, словно шар Hom., Anth.

English (Autenrieth)

like a ball, Il. 13.204†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σαν σφαίρα («ἧκε δὲ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

σφαιρηδόν: επίρρ., όμοια με σφαίρα ή σαν μπάλα· ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρηδόν: Ἐπίρρ., δίκην σφαίρας, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Ἰλ. Ν. 204, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 45, κτλ.

Middle Liddell


like a globe or ball, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Il.

German (Pape)

adv., nach Art einer Kugel, eines Balles; ἧκε δέ μιν (κεφαλήν) σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος, Il. 13.204; Ep.adesp. 131 (VI.45); Arat. 531.