διομαλύνω: Difference between revisions
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διομαλύνω]] (Α) [[ομαλύνω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, [[ισοπεδώνω]]. | |mltxt=[[διομαλύνω]] (Α) [[ομαλύνω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, [[ισοπεδώνω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>durch und durch [[gleichmäßig]] [[machen]]</i>; διομαλάνοντα καὶ διαχέοντα μέχρι τῶν [[ἄκρων]] Plut. <i>de san. tu</i>. p. 392. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
distribute evenly, Plu.2.130d.
Spanish (DGE)
hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.
French (Bailly abrégé)
égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.
Greek Monolingual
διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.
German (Pape)
durch und durch gleichmäßig machen; διομαλάνοντα καὶ διαχέοντα μέχρι τῶν ἄκρων Plut. de san. tu. p. 392.