ἀνιστορέω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar]] c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) [[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.<i>OT</i> 578<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.<i>IT</i> 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.<i>Pr</i>.963, cf. S.<i>OC</i> 991, <i>Ph</i>.253<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.<i>Supp</i>.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.<i>Hipp</i>.92, cf. <i>Io</i> 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.<i>Rh</i>.297.<br /><b class="num">2</b> [[investigar]] τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.<i>CP</i> 1.5.5.<br /><b class="num">3</b> [[referir]], [[relatar]] τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.<i>HE</i> 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.<i>PE</i> 10.13.13.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar]] c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) [[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.<i>OT</i> 578<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.<i>IT</i> 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.<i>Pr</i>.963, cf. S.<i>OC</i> 991, <i>Ph</i>.253<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.<i>Supp</i>.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.<i>Hipp</i>.92, cf. <i>Io</i> 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.<i>Rh</i>.297.<br /><b class="num">2</b> [[investigar]] τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.<i>CP</i> 1.5.5.<br /><b class="num">3</b> [[referir]], [[relatar]] τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.<i>HE</i> 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.<i>PE</i> 10.13.13.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to make [[inquiry]] [[into]], ask [[about]], Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a [[person]] [[about]] a [[thing]], Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ [[περί]] τινος Eur.
|mdlsjtxt=<br />to make [[inquiry]] [[into]], ask [[about]], Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a [[person]] [[about]] a [[thing]], Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ [[περί]] τινος Eur.
}}
{{pape
|ptext=<i>aus-, [[befragen]]</i>, τινά, Aesch. <i>Prom</i>. 965; Soph. <i>O.C</i>. 995; [[öfter]] τινὰ περί τινος, Eur. <i>Hipp</i>. 92.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιστορέω Medium diacritics: ἀνιστορέω Low diacritics: ανιστορέω Capitals: ΑΝΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: anistoréō Transliteration B: anistoreō Transliteration C: anistoreo Beta Code: a)nistore/w

English (LSJ)

make inquiry into, ask about, ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς S.OT578: c. acc. pers. et rei, ask a person about a thing, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ) ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253; σε . . ἀνιστορῶ E.Supp.110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.Hipp. 92; investigate, τι Thphr.CP1.5.5.

Spanish (DGE)

1 preguntar c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) ἄρνησις οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.IT 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253
c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.Supp.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.Hipp.92, cf. Io 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.Rh.297.
2 investigar τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.CP 1.5.5.
3 referir, relatar τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.HE 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.PE 10.13.13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
interroger : τινα qqn ; περί τινος sur qch.
Étymologie: ἀνά, ἱστορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιστορέω: (рас)спрашивать (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιστορέω: ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, ἐξετάζω τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.

Greek Monotonic

ἀνιστορέω: μέλ. -ήσω, ερωτώ να μάθω, ερευνώ για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ρωτώ κάποιον σχετικά με κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ περί τινος, σε Ευρ.

Middle Liddell


to make inquiry into, ask about, Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a person about a thing, Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ περί τινος Eur.

German (Pape)

aus-, befragen, τινά, Aesch. Prom. 965; Soph. O.C. 995; öfter τινὰ περί τινος, Eur. Hipp. 92.