οἰνοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοθήρας]] ὁ (Α)<br />(πιθ. γρφ.) [[φυτό]] του οποίου η [[ρίζα]] είχε [[οσμή]] οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>].
|mltxt=[[οἰνοθήρας]] ὁ (Α)<br />(πιθ. γρφ.) [[φυτό]] του οποίου η [[ρίζα]] είχε [[οσμή]] οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>ein [[Strauch]], [[dessen]] [[Wurzel]] nach Wein riecht</i>, Theophr., mit der [[varia lectio|v.l.]] [[ὀνοθήρας]].
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοθήρας Medium diacritics: οἰνοθήρας Low diacritics: οινοθήρας Capitals: ΟΙΝΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: oinothḗras Transliteration B: oinothēras Transliteration C: oinothiras Beta Code: oi)noqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, a plant the root of which smells of wine or was used to flavour wine; but in the best Mss. of Thphr.HP 9.19.1 it is ὀνοθήρας, as in Dsc.4.117 and Gal.12.89; called also ὀνάγρα, Gal.l.c., and ὀνόθουρις ibid., Aët.15.15; cf. onothuris, Plin. HN24.167.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοθήρας: -ου, ὁ, φυτόν τι, οὗ ἡ ῥίζα ἔχει ὀσμὴν οἴνου ἢ ἐχρησίμευεν εἰς παρασκευὴν οἴνου· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφ., τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19. 1, φέρεται ὀνοθήρας, ὡς παρὰ Διοσκ. 4. 118 καὶ Γαλην., ὅστις δίδει εἰς αὐτὸ καὶ τὰ ὀνόματα, ὀνάγρα, ὄνουρις (ἢ ὀνόθουρις)· ὁ Πλίνιος καλεῖ αὐτὸ onothera καὶ onotheris.

Greek Monolingual

οἰνοθήρας ὁ (Α)
(πιθ. γρφ.) φυτό του οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].

German (Pape)

ὁ, ein Strauch, dessen Wurzel nach Wein riecht, Theophr., mit der v.l. ὀνοθήρας.