διάπλεγμα: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[διάπλεγμα]]) [[διαπλέκω]]<br />[[πλέγμα]], πλεκτό [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=το (Α [[διάπλεγμα]]) [[διαπλέκω]]<br />[[πλέγμα]], πλεκτό [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Durcheinandergeflochtene]]</i>, Eust.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλεγμα Medium diacritics: διάπλεγμα Low diacritics: διάπλεγμα Capitals: ΔΙΑΠΛΕΓΜΑ
Transliteration A: diáplegma Transliteration B: diaplegma Transliteration C: diaplegma Beta Code: dia/plegma

English (LSJ)

ατος, τό, woof or web, Eust.1571.56.

Spanish (DGE)

-ματος, τό trama del telar, Eust.1571.56.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλεγμα: τό, τὸ μετά τινος συμπεπλεγμένον, ὕφασμα, Εὐστ. 1571. 56.

Greek Monolingual

το (Α διάπλεγμα) διαπλέκω
πλέγμα, πλεκτό κατασκεύασμα
αρχ.
(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με κάτι άλλο.

German (Pape)

τό, das Durcheinandergeflochtene, Eust.