ἀκακοήθης: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκακοήθης]] (-ους), -ες (Μ) [[κακοήθης]]<br />[[άδολος]], [[καλοκάγαθος]]. | |mltxt=[[ἀκακοήθης]] (-ους), -ες (Μ) [[κακοήθης]]<br />[[άδολος]], [[καλοκάγαθος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>nicht [[bösartig]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, guileless, Phot.; Medic., benign, μυρμηκιά Heliod. ap. Orib.45.14.44. Adv. -θως lamb.Protr.21.ιθ'.
Spanish (DGE)
-ες
1 benigno en medic. μυρμηκία Heliod. en Orib.45.14.4, cf. Orib.Syn.8.56
•gener. carente de maldad, bondadoso siempre c. ἁπλοῦς: ἁπλῷ καὶ ἀκακοήθει τρόπῳ de un modo sencillo y bondadoso Eus.HE 5.5.3, ἁπλοῦς ὁ τρόπος τοῦ μὴ ζητοῦντος τὰ σαρκικὰ, ἀκακοήθης Chrys.Pasch.3.17, αἱ ἁπλαῖ καὶ ἀκακοήθεις ψυχαί Thdt.M.83.627D, τὰς τοῦ βίου μου κελεύθους καὶ ὁδοὺς ... ἁπλᾶς καὶ ἀκακοήθεις ἀνύοιμι Sch.Pi.N.8.59.
2 adv. -ως sin fraude διδόναι τι καὶ δέχεσθαι ἀ. Iambl.Protr.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰκοήθης: -ες, ἄδολος, Εὐσ., Φώτ.: - ἐπίρρ. -θως, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 350 Kiessl: - παρ᾿ Εὐστ. 404. 8. ἀκακοήθευτος, ον.
Greek Monolingual
ἀκακοήθης (-ους), -ες (Μ) κακοήθης
άδολος, καλοκάγαθος.
German (Pape)
ες, nicht bösartig, Sp.