ἄκναμπτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκναμπτος:''' [[ἄκναπτος]], ἄκνᾰφος, = [[ἄγναμπτος]] κ.λπ. | |lsmtext='''ἄκναμπτος:''' [[ἄκναπτος]], ἄκνᾰφος, = [[ἄγναμπτος]] κ.λπ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=härtere Form für [[ἄγναμπτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ἄκναπτος, ἄκναφος, = ἄγναμπτος.
Spanish (DGE)
v. ἄγναμπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = ἄγναμπτος, ἄγναπ., κτλ.
English (Slater)
ᾰκναμπτος, -ον inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v.l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
Greek Monotonic
ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος, = ἄγναμπτος κ.λπ.
German (Pape)
härtere Form für ἄγναμπτος.