κορδακικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κορδακικός --όν [κόρδαξ] als de kordax.
|elnltext=κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορδᾱκικός, ή, όν<br />like the [[dance]] [[κόρδαξ]]; [[hence]], [[tripping]], [[running]], ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.
|mdlsjtxt=κορδᾱκικός, ή, όν<br />like the [[dance]] [[κόρδαξ]]; [[hence]], [[tripping]], [[running]], ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], <i>den Kordaxtanz [[betreffend]], dazu [[gehörig]]</i>; Arist. <i>rhet</i>. 3.8 nennt den trochäischen [[Rhythmus]] κορδακικώτερος.
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκικός Medium diacritics: κορδακικός Low diacritics: κορδακικός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kordakikós Transliteration B: kordakikos Transliteration C: kordakikos Beta Code: kordakiko/s

English (LSJ)

ή, όν, like the κόρδαξ: hence, of metrical sound, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.Rh. 1408b36 (Comp.), cf. Cic.Orat.57.193.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
seul. Cp.
qui concerne la danse κόρδαξ, propre à cette danse;
Cp. κορδακικώτερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.

Russian (Dvoretsky)

κορδᾱκικός: свойственный пляске κόρδαξ (ὁ τροχαῖος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· ὅθεν ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88.

Greek Monolingual

κορδακικός, -ή, -όν (Α) κόρδαξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα
2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῖον κορδακικώτερον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

κορδᾱκικός: -ή, -όν, όπως ο χορός κόρδαξ· απ' όπου, ανάλαφρος, πεταχτός, τρεχαλητός, ῥυθμὸς κ., λέγεται για τα τροχαϊκά μέτρα, σε Δημ.

Middle Liddell

κορδᾱκικός, ή, όν
like the dance κόρδαξ; hence, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.

German (Pape)

[ᾱ], den Kordaxtanz betreffend, dazu gehörig; Arist. rhet. 3.8 nennt den trochäischen Rhythmus κορδακικώτερος.