σπηλαιώδης: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σπηλαιώδης -ες [σπήλαιον] grotachtig. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σπηλαι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[cavern]]-like, Plat. | |mdlsjtxt=σπηλαι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[cavern]]-like, Plat. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>[[höhlenartig]]</i>; [[οἴκησις]] κα τάγειος, Plat. <i>Rep</i>. VII.514a, und Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, cavern-like, κατάγειος οἴκησις σ. Pl.R.514a, cf. Dsc.5.91.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
en forme de caverne.
Étymologie: σπήλαιον, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπηλαιώδης -ες [σπήλαιον] grotachtig.
Russian (Dvoretsky)
σπηλαιώδης: имеющий вид пещеры (οἴκησις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
σπηλαιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σπήλαιον, κατάγειος οἴκησις σπ. Πλάτ. Πολ. 514Α.
Greek Monolingual
-ες, ΝΜΑ σπήλαιον
όμοιος με σπήλαιο (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχέση με σπήλαιο ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες»)
2. φρ. α) «σπηλαιώδης φωνή» — βαθιά, υπόκωφη φωνή σαν να προέρχεται από σπήλαιο
β) «σπηλαιώδης αναπνοή» ή «σπηλαιώδης ρόγχος» — φύσημα, ήχος που γίνεται αντιληπτός με την ακρόαση ενός πνεύμονα στον οποίο έχουν σχηματιστεί σπήλαια.
Greek Monotonic
σπηλαιώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με σπηλιά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
σπηλαι-ώδης, ες εἶδος
cavern-like, Plat.
German (Pape)
ες, höhlenartig; οἴκησις κα τάγειος, Plat. Rep. VII.514a, und Sp.