νυκτιλάλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτῐ-λᾰ́λος, ον,<br />[[nightly]]-[[sounding]], Anth.
|mdlsjtxt=νυκτῐ-λᾰ́λος, ον,<br />[[nightly]]-[[sounding]], Anth.
}}
{{pape
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[schwatzend]]</i>, [[κιθάρη]], Antip.Sid. 75 (VII.29).
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλάλος Medium diacritics: νυκτιλάλος Low diacritics: νυκτιλάλος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΑΛΟΣ
Transliteration A: nyktilálos Transliteration B: nyktilalos Transliteration C: nyktilalos Beta Code: nuktila/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐλάλος: (ᾰ) лепечущий в ночную пору (κιθάρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.

Greek Monolingual

-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτανυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].

Greek Monotonic

νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτῐ-λᾰ́λος, ον,
nightly-sounding, Anth.

German (Pape)

bei Nacht schwatzend, κιθάρη, Antip.Sid. 75 (VII.29).