χειμάρρους: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[χεῖμα]] + [[ρέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[χεῖμα]].
|mantxt=Ἀπό τό [[χεῖμα]] + [[ρέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[χεῖμα]].
}}
{{pape
|ptext=att. zusammengezogen aus [[χειμάρροος]].
}}
}}

Revision as of 16:59, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμάρρους Medium diacritics: χειμάρρους Low diacritics: χειμάρρους Capitals: ΧΕΙΜΑΡΡΟΥΣ
Transliteration A: cheimárrous Transliteration B: cheimarrous Transliteration C: cheimarrous Beta Code: xeima/rrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for χειμάρροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att. v. χειμάρροος.

Middle Liddell

χειμάρ-ρους, ουν, [ῥέω]
I. winter-flowing, swollen by rain and melted snow, ποταμὸς χ. Il., Hdt.; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph.; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur.
II. as substantive (without ποταμόσ), a torrent, Xen., Dem.
2. like χαράδρα II. 2, a conduit, Dem.

Frisk Etymology German

χειμάρρους: {kheimárrous}
See also: s. χεῖμα.
Page 2,1082

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό χεῖμα + ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χεῖμα.

German (Pape)

att. zusammengezogen aus χειμάρροος.