ἐγκαινισμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(big3_13)
m (pape replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkainismos
|Transliteration C=egkainismos
|Beta Code=e)gkainismo/s
|Beta Code=e)gkainismo/s
|Definition=ὁ, = foreg., ib.<span class="bibl"><span class="title">1 Ma.</span>4.56</span> (v.l. -ιασμός), <span class="bibl"><span class="title">Nu.</span>7.10</span>,al.
|Definition=ὁ, = [[ἐγκαίνισις]] ([[consecration]]), ''ib.'' 1 Ma. 4.56 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐγκαινιασμός]]), ''Nu.'' 7.10, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[renovación]] ἓν [[γάρ]] ἐστι τὸ [[βάπτισμα]] καὶ [[εἷς]] ὁ ἐ. Epiph.Const.<i>Haer</i>.59.2.3, cf. 59.2.5, Basil.M.31.1488A.<br /><b class="num">2</b> en relig. jud.- crist. [[consagración]] c. gen. τοῦ θυσιαστηρίου [[LXX]] <i>Nu</i>.7.10, 11, 84, 1<i>Ma</i>.4.56, 59, τοῦ βωμοῦ [[LXX]] 2<i>Ma</i>.2.19, Ath.Al.M.28.304C, τοῦ ἱεροῦ τοῦ κυρίου [[LXX]] 1<i>Es</i>.7.7, cf. <i>Ps</i>.29.tít., Gr.Nyss.<i>Pss</i>.88.16, Basil.M.29.305C, (πάντες) ἐποίησαν τὰ [[ἐγκαίνια]], καὶ προσήνεγκαν εἰς τὸν ἐγκαινισμόν Ath.Al.<i>Apol.Const</i>.18<br /><b class="num">•</b>[[dedicación]] τῆς εἰκόνος [[LXX]] <i>Da</i>.3.2, 3.3θ.<br /><b class="num">3</b> fig. [[inauguración]] ὁδοῦ del «camino» abierto por Jesucristo, Thdt.M.82.752A, cf. Chrys.M.63.139.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαινισμός''': ὁ, [[καθιέρωσις]], Ἑβδ. (1 Μακκ. δ΄, 56, πρβλ. [[ἐγκαίνια]])· [[ὡσαύτως]], ἐγκαίνισις, ἡ, καὶ ἐγκαίνισμα, τό, Ἑβδ. ΙΙ. πνευματικὴ [[ἀναγέννησις]], Βασίλ.
|lstext='''ἐγκαινισμός''': ὁ, [[καθιέρωσις]], Ἑβδ. (1 Μακκ. δ΄, 56, πρβλ. [[ἐγκαίνια]])· [[ὡσαύτως]], ἐγκαίνισις, ἡ, καὶ ἐγκαίνισμα, τό, Ἑβδ. ΙΙ. πνευματικὴ [[ἀναγέννησις]], Βασίλ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-οῦ, <br /><b class="num">1</b> [[renovación]] ἓν [[γάρ]] ἐστι τὸ [[βάπτισμα]] καὶ [[εἷς]] ὁ ἐ. Epiph.Const.<i>Haer</i>.59.2.3, cf. 59.2.5, Basil.M.31.1488A.<br /><b class="num">2</b> en relig. jud.- crist. [[consagración]] c. gen. τοῦ θυσιαστηρίου LXX <i>Nu</i>.7.10, 11, 84, 1<i>Ma</i>.4.56, 59, τοῦ βωμοῦ LXX 2<i>Ma</i>.2.19, Ath.Al.M.28.304C, τοῦ ἱεροῦ τοῦ κυρίου LXX 1<i>Es</i>.7.7, cf. <i>Ps</i>.29.tít., Gr.Nyss.<i>Pss</i>.88.16, Basil.M.29.305C, (πάντες) ἐποίησαν τὰ [[ἐγκαίνια]], καὶ προσήνεγκαν εἰς τὸν ἐγκαινισμόν Ath.Al.<i>Apol.Const</i>.18<br /><b class="num">•</b>[[dedicación]] τῆς εἰκόνος LXX <i>Da</i>.3.2, 3.3θ.<br /><b class="num">3</b> fig. [[inauguración]] ὁδοῦ del «camino» abierto por Jesucristo, Thdt.M.82.752A, cf. Chrys.M.63.139.
|mltxt=[[ἐγκαινισμός]], ο (AM)<br />[[ανακαίνιση]], [[ανανέωση]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[ἐγκαίνισις]], <i>[[LXX]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαινισμός Medium diacritics: ἐγκαινισμός Low diacritics: εγκαινισμός Capitals: ΕΓΚΑΙΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: enkainismós Transliteration B: enkainismos Transliteration C: egkainismos Beta Code: e)gkainismo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἐγκαίνισις (consecration), ib. 1 Ma. 4.56 (v.l. ἐγκαινιασμός), Nu. 7.10, al.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 renovación ἓν γάρ ἐστι τὸ βάπτισμα καὶ εἷς ὁ ἐ. Epiph.Const.Haer.59.2.3, cf. 59.2.5, Basil.M.31.1488A.
2 en relig. jud.- crist. consagración c. gen. τοῦ θυσιαστηρίου LXX Nu.7.10, 11, 84, 1Ma.4.56, 59, τοῦ βωμοῦ LXX 2Ma.2.19, Ath.Al.M.28.304C, τοῦ ἱεροῦ τοῦ κυρίου LXX 1Es.7.7, cf. Ps.29.tít., Gr.Nyss.Pss.88.16, Basil.M.29.305C, (πάντες) ἐποίησαν τὰ ἐγκαίνια, καὶ προσήνεγκαν εἰς τὸν ἐγκαινισμόν Ath.Al.Apol.Const.18
dedicación τῆς εἰκόνος LXX Da.3.2, 3.3θ.
3 fig. inauguración ὁδοῦ del «camino» abierto por Jesucristo, Thdt.M.82.752A, cf. Chrys.M.63.139.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαινισμός: ὁ, καθιέρωσις, Ἑβδ. (1 Μακκ. δ΄, 56, πρβλ. ἐγκαίνιαὡσαύτως, ἐγκαίνισις, ἡ, καὶ ἐγκαίνισμα, τό, Ἑβδ. ΙΙ. πνευματικὴ ἀναγέννησις, Βασίλ.

Greek Monolingual

ἐγκαινισμός, ο (AM)
ανακαίνιση, ανανέωση.

German (Pape)

ὁ, = ἐγκαίνισις, LXX.