ἀναποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀναποδισμός]]) [[ἀναποδίζω]] (Ι)]<br />[[βάδιση]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[οπισθοδρόμηση]], [[επάνοδος]], [[επιστροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάκληση]]<br /><b>2.</b> επιμελέστερη ή ακριβέστερη [[εξέταση]].
|mltxt=ο (Α [[ἀναποδισμός]]) [[ἀναποδίζω]] (Ι)]<br />[[βάδιση]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[οπισθοδρόμηση]], [[επάνοδος]], [[επιστροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάκληση]]<br /><b>2.</b> επιμελέστερη ή ακριβέστερη [[εξέταση]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Zurückgehen]]</i>, Hesych., <i>die [[Wiederholung]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναποδισμός Medium diacritics: ἀναποδισμός Low diacritics: αναποδισμός Capitals: ΑΝΑΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: anapodismós Transliteration B: anapodismos Transliteration C: anapodismos Beta Code: a)napodismo/s

English (LSJ)

ὁ, A going back, εἰς μονάδα, opp. προποδισμὸς ἀπὸ μονάδος, Moderat. ap. Stob.1 Coroll.8; of the retrograde motion of planets, Vett.Val.226.1, Nicom.Ar.1.5; in plural, opp. προποδισμοί, Alex.Aphr.in Metaph.440.7; generally, reversal of planet's motion, Theo Sm.p.148H. II calling back, recall, LXX Wi.2.5.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 alejamiento τῆς τελευτῆς ἡμῶν LXX Sap.2.5.
2 retroceso, regresión εἰς μονάδα Moderatus 1, cf. Alex.Aphr.in Metaph.440.7, Hsch.
3 astrol. movimiento retrógrado de los planetas, Vett.Val.226.1, cf. en plu., Nicom.Ar.1.5, Theo Sm.p.148.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναποδισμός: ὁ, ἡ ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ἀναποδισμὸς εἰς μονάδα, ἀντιθέτως πρὸς τὸ προποδισμός… ἀπὸ μονάδος, Μοδερᾶτος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 18. ΙΙ. ἀνάκλησις, Ἑβδ.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναποδισμός) ἀναποδίζω (Ι)]
βάδιση προς τα πίσω, οπισθοδρόμηση, επάνοδος, επιστροφή
αρχ.
1. ανάκληση
2. επιμελέστερη ή ακριβέστερη εξέταση.

German (Pape)

ὁ, das Zurückgehen, Hesych., die Wiederholung.