καταρρακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρρακτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[καταρράσσω]]<br />αυτός που φέρνει [[καταστροφή]], ο [[καταστροφέας]].
|mltxt=[[καταρρακτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[καταρράσσω]]<br />αυτός που φέρνει [[καταστροφή]], ο [[καταστροφέας]].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, = [[καταρράκτης]], <i>der [[Herabreißende]]</i>, [[κίρκος]] Lyc. 169, [[σίνις]] 539.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρακτήρ Medium diacritics: καταρρακτήρ Low diacritics: καταρρακτήρ Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΡ
Transliteration A: katarraktḗr Transliteration B: katarraktēr Transliteration C: katarraktir Beta Code: katarrakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, down-swooping, κίρκος Lyc.169, cf. 539.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρακτήρ: ῆρος, ὁ, (ἐκ τοῦ καταρράσσω), ὁ καταστρέφων, καταστροφεύς, κίρκος κ., (Σχολ. καταστρέφων, ὁ καταρράσων τὴν πόλιν, διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης) Λυκόφρ. 199, 539.

Greek Monolingual

καταρρακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) καταρράσσω
αυτός που φέρνει καταστροφή, ο καταστροφέας.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = καταρράκτης, der Herabreißende, κίρκος Lyc. 169, σίνις 539.