εὐσύλληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσύλληπτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για την [[αναπαραγωγή]]) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το [[σπέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύλληπτον</i><br />η [[ευκολία]] στη [[σύλληψη]], η εύκολη [[γονιμοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>συλ</i>-<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συλ</i>-[[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. <i>αρτι</i>-<i>σύλ</i>-<i>ληπτος</i>, <i>α</i>-<i>σύλ</i>-<i>ληπτος</i>].
|mltxt=[[εὐσύλληπτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για την [[αναπαραγωγή]]) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το [[σπέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύλληπτον</i><br />η [[ευκολία]] στη [[σύλληψη]], η εύκολη [[γονιμοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>συλ</i>-<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συλ</i>-[[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. <i>αρτι</i>-<i>σύλ</i>-<i>ληπτος</i>, <i>α</i>-<i>σύλ</i>-<i>ληπτος</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[leicht]] zu [[fassen]], zu [[begreifen]], Schol. Il</i>. 12.446; – <i>[[leicht]] [[empfangend]]</i>, τοῦ σπέρματος <i>Geop</i>.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύλληπτος Medium diacritics: εὐσύλληπτος Low diacritics: ευσύλληπτος Capitals: ΕΥΣΥΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: eusýllēptos Transliteration B: eusyllēptos Transliteration C: efsylliptos Beta Code: eu)su/llhptos

English (LSJ)

ον, A easily taken or caught, Horap.1.54 (Comp.). II Act., receptive, τοῦ σπέρματος Gp.17.1 (Comp.): abs., conceiving easily, Gal.19.153, S.E.M.5.60, Ptol.Tetr.72; τὸ εὐ., of the earth, Corn. ND28.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύλληπτος: -ον, εὐκόλως συλλαμβανόμενος, εὐσυλληπτότερος τοῖς κυνηγοῖς Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 54, σ. 53, ἔκδ. Leem. ΙΙ. ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥαδίως συλλαμβάνουσα, Κορνοῦτ. 168, Πτολ. Τετράβ. 72, Γαλην. ΙΙ. 106D, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀρικύμων· εὐσυλληπτότεραι τοῦ σπέρματος Γεωπ. 7. 1.

Greek Monolingual

εὐσύλληπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός
2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτον
η ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -συλ-ληπτος (< συλ-λαμβάνω), πρβλ. αρτι-σύλ-ληπτος, α-σύλ-ληπτος].

German (Pape)

leicht zu fassen, zu begreifen, Schol. Il. 12.446; – leicht empfangend, τοῦ σπέρματος Geop.