συνεπεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(39)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 5: Line 5:
|mltxt=ΜΑ<br />[[διεγείρω]] από κοινού [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεγείρω]] «[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[διεγείρω]] από κοινού [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεγείρω]] «[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]]»].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=ΜΑ<br />[[διεγείρω]] από κοινού [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεγείρω]] «[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]]»].
|ptext=([[ἐγείρω]]), <i>mit [[wogegen]] [[erregen]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:06, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεγείρω: ἐπεγείρω ἀπὸ κοινοῦ ἐναντίον τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
διεγείρω από κοινού εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεγείρω «ξεσηκώνω, διεγείρω»].

German (Pape)

(ἐγείρω), mit wogegen erregen, Sp.