καταλλάκτης: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταλλάκτης]], ὁ (AM) [[καταλλάσσω]]<br /><b>1.</b> ο [[αργυραμοιβός]], ο [[τραπεζίτης]]<br /><b>2.</b> ο [[μεσολαβητής]], αυτός που μεσιτεύει για [[συνδιαλλαγή]].
|mltxt=[[καταλλάκτης]], ὁ (AM) [[καταλλάσσω]]<br /><b>1.</b> ο [[αργυραμοιβός]], ο [[τραπεζίτης]]<br /><b>2.</b> ο [[μεσολαβητής]], αυτός που μεσιτεύει για [[συνδιαλλαγή]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ,<br><b class="num">1</b> <i>der [[Ausgleicher]], [[Vermittler]], [[Friedensstifter]]</i>, Jos. und andere Spätere<br><b class="num">2</b> <i>der [[Geldwechsler]], VLL</i> als Erkl. von [[ἀργυρογνώμων]] und ä.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλλάκτης Medium diacritics: καταλλάκτης Low diacritics: καταλλάκτης Capitals: ΚΑΤΑΛΛΑΚΤΗΣ
Transliteration A: katalláktēs Transliteration B: katallaktēs Transliteration C: katallaktis Beta Code: katalla/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, A money-changer, EM137.24. II reconciler, mediator, J.AJ3.15.2, D.C.Fr.72.1 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

καταλλάκτης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, κολλυβιστὴς Γραμμ., Βυζαντ. (ἀργυρογνώμων) Μ. Ἐτυμ. ΙΙ. ὁ ἐνεργῶν πρὸς διαλλαγήν, μεσίτης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 15, 2.

Greek Monolingual

καταλλάκτης, ὁ (AM) καταλλάσσω
1. ο αργυραμοιβός, ο τραπεζίτης
2. ο μεσολαβητής, αυτός που μεσιτεύει για συνδιαλλαγή.

German (Pape)

ὁ,
1 der Ausgleicher, Vermittler, Friedensstifter, Jos. und andere Spätere
2 der Geldwechsler, VLL als Erkl. von ἀργυρογνώμων und ä.