σφετεριστής: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.
|elnltext=σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφετεριστής]], οῦ, ὁ, [from [[σφετερίζω]]<br />an appropriator, Arist.
|mdlsjtxt=[[σφετεριστής]], οῦ, ὁ, [from [[σφετερίζω]]<br />an appropriator, Arist.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der sich öffentliches, fremdes Gut anmaßt und als sein eignes braucht</i>, Arist. <i>Pol</i>. 5.11.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετεριστής Medium diacritics: σφετεριστής Low diacritics: σφετεριστής Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: spheteristḗs Transliteration B: spheteristēs Transliteration C: sfeteristis Beta Code: sfeteristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s'approprie le bien d'autrui.
Étymologie: σφετερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.

Russian (Dvoretsky)

σφετεριστής: οῦ ὁ захватчик Arst.

Greek Monolingual

ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.

Greek Monotonic

σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.

Middle Liddell

σφετεριστής, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
an appropriator, Arist.

German (Pape)

ὁ, der sich öffentliches, fremdes Gut anmaßt und als sein eignes braucht, Arist. Pol. 5.11.