ἀντιστήριγμα: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀντιστήριγμα]])<br /><b>1.</b> [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]], [[προστασία]]. | |mltxt=το (Α [[ἀντιστήριγμα]])<br /><b>1.</b> [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]], [[προστασία]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Gegenstütze]]</i>, Hippocr.; <i>[[LXX]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, a prop or support, Hp.Art.9,16: metaph., support, stay, LXX Ps.17(18).18.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. apoyo, fulcro o relleno que se coloca en la axila en caso de roturas o dislocaciones, Hp.Art.9, cf. 16, fig. ἐγένετο κύριος ἀντιστήριγμά μου LXX Ps.17.19, πεσοῦνται τὰ ἀ. Αἰγύπτου LXX Ez.30.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστήριγμα: -ατος, τό, ἀντέρεισμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, 793· μεταφ, ὑποστήριξις, προστασία, Ἑβδ. (Βασιλ. Β΄, κβ΄, 19 κ. ἀλλ.)
Greek Monolingual
το (Α ἀντιστήριγμα)
1. στήριγμα, υποστήριγμα
2. υποστήριξη, προστασία.
German (Pape)
τό, Gegenstütze, Hippocr.; LXX.