δράμημα: Difference between revisions
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δράμημα:''' άτος (ρᾰ) τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''δράμημα:''' άτος (ρᾰ) τό<br /><b class="num">1</b> [[бег]]: δ. παλίσσυτον Soph. побег, бегство (досл. бег назад);<br /><b class="num">2</b> [[сообщение гонца]]: τὸ δ. [[Περσικόν]] Aesch. срочное донесение из персидской армии; τὸ δ. τῶν ἵππων Her. конная почта;<br /><b class="num">3</b> [[состязание в беге]], [[пробег]] ([[δῶρον]] ἄξιον δραμήματος Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:23, 25 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, to/ (cf. EM316.50), running, course, Hdt.8.98, A.Pers.247 (anap.), S.OT193 (lyr.), Ichn.74, Ion Trag.1, E.Ba.872 (lyr.), al.; κυμάτων δ. Id.Tr.693 (pl.): the later form δρόμημα is found in codd. of Id.Med.1180, al., cf. APl.5.385 (pl.), Ar.Byz.Epit. 73.14.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 gener. carrera παλίσσυτον δ. S.OT 193, δ. κυνῶν E.Ba.872, cf. Ph.1379
•modo de correr δ. Περσικόν A.Pers.247
2 esp. correo de posta persa δ. τῶν ἵππων Hdt.8.98
•carrera como competición de velocidad δῶρον ἄξιον δραμήματος Io Trag.1
•de los astros carrera, curso δραμήματα Πελειάδος εἰς ὁδὸν ἄλλαν Ζεὺς μεταβάλλει E.Or.1005
•en el mar corriente κυμάτων δραμήματα E.Tr.693. Frec. confundido c. δρόμημα q.u.
German (Pape)
[Seite 665] τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. δρόμημα, u. Lob. Phryn. p. 618 ff
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
course.
Étymologie: δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
δράμημα: άτος (ρᾰ) τό
1 бег: δ. παλίσσυτον Soph. побег, бегство (досл. бег назад);
2 сообщение гонца: τὸ δ. Περσικόν Aesch. срочное донесение из персидской армии; τὸ δ. τῶν ἵππων Her. конная почта;
3 состязание в беге, пробег (δῶρον ἄξιον δραμήματος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δράμημα: ἢ δρόμημα, τό, τρέξιμον, δρόμος, ἀγὼν δρόμου· ὁ πρῶτος τύπος ἀπαντᾷ ἐν ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. 8. 98, Αἰσχύλ. Πέρσ. 247, Σοφ. Ο. Τ. 193, Ἴων παρ’ Ἀθην. 468C· ὁ δεύτερος ἐν Εὐρ. Μηδ. 1180, Φοιν. 1388, Βάκχ. 870, κτλ.· κυμάτων δραμήμασιν Τρῳ. 688. - Ὁ Blomf, προτείνει τὴν γραφὴν δρόμημα πανταχοῦ, ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 618 κἑξ.
Greek Monolingual
το
βλ. δρόμημα.
Greek Monotonic
δράμημα: ή δρόμημα, -ατος, τό (δραμεῖν), τρέξιμο διαδρομής, δρόμος, αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ., Τραγ.
Middle Liddell
n n δραμεῖν
a running, course, a race, Hdt., Trag.