γωνιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γωνιώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[имеющий вид ломаной линии]] (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ [[σῆμα]] [[περιβολή]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[γωνιοειδής]].
|elrutext='''γωνιώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[имеющий вид ломаной линии]] (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ [[σῆμα]] [[περιβολή]] Thuc.);<br /><b class="num">2</b> Plut. = [[γωνιοειδής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιώδης Medium diacritics: γωνιώδης Low diacritics: γωνιώδης Capitals: ΓΩΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: gōniṓdēs Transliteration B: gōniōdēs Transliteration C: goniodis Beta Code: gwniw/dhs

English (LSJ)

ες, angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.

Spanish (DGE)

-ες
angular περιβολή Th.8.104, διαστροφή Hp.Art.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla, Eust.1082.27
op. σφαιροειδής anguloso, con aristas de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.

German (Pape)

[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γωνιώδης -ες [γωνία] hoekig, met een scherpe hoek.

Russian (Dvoretsky)

γωνιώδης:
1 имеющий вид ломаной линии (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ σῆμα περιβολή Thuc.);
2 Plut. = γωνιοειδής.

Greek Monolingual

-ες (AM γωνιώδης, -ες)
ο γωνιοειδής.

Greek Monotonic

γωνιώδης: -ες (γωνία, εἶδος), αυτός που σχηματίζει γωνία, γωνιακός, αυτός που μοιάζει με γωνία, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.

Middle Liddell

γωνία, εἶδος
angular, Thuc.