εὔστρεπτος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔστρεπτος:''' эп. [[ἐΰστρεπτος]] 2<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὔστρεπτος:''' эп. [[ἐΰστρεπτος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[хорошо скрученный]], [[крепко свитый]] ([[βοεύς]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[гибкий]], [[резвый]] (πόδες Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:09, 25 November 2022
English (LSJ)
Ep. ἐΰστρ-, ον, A well-twisted, of leather ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426. II well-plied, nimble, πόδες AP9.533; πρόσωπον turning hither and thither, Nonn.D.3.180.
German (Pape)
[Seite 1100] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰστρεπτος;
ος, ον :
bien tordu, bien tourné.
Étymologie: εὖ, στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
εὔστρεπτος: эп. ἐΰστρεπτος 2
1 хорошо скрученный, крепко свитый (βοεύς Hom.);
2 гибкий, резвый (πόδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔστρεπτος: Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, (στρέφω) καλῶς συνεστραμμένος, ἐπὶ σχοινίων ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. εὐκίνητος, ἐλαφρός, εὔστροφος, πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.
Greek Monolingual
εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)
ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)
αρχ.
(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].
Greek Monotonic
εὔστρεπτος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),·
I. καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.
II. ελαφρός, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, πόδες, σε Ανθ.
Middle Liddell
στρέφω
I. well-twisted, of ropes, Od.
II. well-plied, nimble, πόδες Anth.