θυραυλία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θῠραυλία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[жизнь под открытым небом]] (τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> воен. [[лагерная жизнь]] (θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[стояние у чужих дверей]] (συνεχὴς θ. Luc.).
|elrutext='''θῠραυλία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[жизнь под открытым небом]] (τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.);<br /><b class="num">2</b> воен. [[лагерная жизнь]] (θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[стояние у чужих дверей]] (συνεχὴς θ. Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραυλία Medium diacritics: θυραυλία Low diacritics: θυραυλία Capitals: ΘΥΡΑΥΛΙΑ
Transliteration A: thyraulía Transliteration B: thyraulia Transliteration C: thyravlia Beta Code: qurauli/a

English (LSJ)

ἡ, A living out of doors, camping out, Ti.Locr.103b(pl.), etc.; of soldiers, Plu.2.498c; of wild animals, Arist.GA783a19. II waiting at the door, of lovers, in plural, Ph.1.155, Philostr. Ep.29: sg., Luc.Merc.Cond.10.

German (Pape)

[Seite 1227] ἡ, das vor der Thür die Nacht Zubringen, im Freien Bleiben, Sein, bes. im Kriege; Tim. Locr. 103 b; Arist. gen. an. 5, 3; Luc. de merc. cond. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de vivre en plein air ; particul. campement de troupes en plein air.
Étymologie: θύραυλος.

Russian (Dvoretsky)

θῠραυλία: ἡ тж. pl.
1 жизнь под открытым небом (τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.);
2 воен. лагерная жизнь (θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.);
3 стояние у чужих дверей (συνεχὴς θ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠραυλία: ἡ, τὸ αὐλίζεσθαι ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. excubiae, Τιμ. Λοκρ. 103Β, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 5. 3, 20. ΙΙ. τὸ ἀναμένειν εἰς τὴν θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Φίλων 1. 155.

Greek Monolingual

θυραυλία, ἡ (Α) θύραυλος
1. (για στρατιώτες ή για άγρια ζώα) η παραμονή έξω, ο καταυλισμός στο ύπαιθρο
2. (για εραστές) η αναμονή μπροστά στην πόρτα.

Greek Monotonic

θῠραυλία: ἡ, η ζωή στο ύπαιθρο, κατασκήνωση, σε Λουκ.

Middle Liddell

θῠραυλία, ἡ,
a living out of doors, camping out, Luc.