μελάναιγις: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελάναιγις:''' ῐδος (λᾰ) adj.<br /><b class="num">1)</b> [[с черным щитом]] ([[Ἐρινύς]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> темно-красный ([[οἶνος]] Plut.).
|elrutext='''μελάναιγις:''' ῐδος (λᾰ) adj.<br /><b class="num">1</b> [[с черным щитом]] ([[Ἐρινύς]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> темно-красный ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰναιγῐς Medium diacritics: μελάναιγις Low diacritics: μελάναιγις Capitals: ΜΕΛΑΝΑΙΓΙΣ
Transliteration A: melánaigis Transliteration B: melanaigis Transliteration C: melanaigis Beta Code: mela/naigis

English (LSJ)

ιδος, ὁ and ἡ, A with dark aegis, epithet of Erinys, A. Th.699 (lyr.); of Dionysus at Athens, Paus.2.35.1, Sch.Ar.Ach.146.—On the accent v. Hdn.Gr.1.85. II [οἶνος] μ. dark red wine, Plu.2.692f.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
1 à la noire égide;
2 fig. qui soulève de noirs tourbillons.
Étymologie: μέλας, αἰγίς.

Russian (Dvoretsky)

μελάναιγις: ῐδος (λᾰ) adj.
1 с черным щитом (Ἐρινύς Aesch.);
2 темно-красный (οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάναιγῐς: -ιδος, ὁ καὶ ἡ· - ὁ ἔχων μέλαιναν αἰγίδα, ἐπίθ. τῆς Ἐρινύος, Αἰσχύλ. Θήβ. 699· ἐπὶ τοῦ Διονύσου ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 2. 35, 1, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 518. 54. ΙΙ. οἶνος μ., δηλ. βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος, Πλούτ. 2. 692 Ε.

English (Slater)

μελάναιγις ? with black aegis ]ναιγιν χθόν' α[ (μελα], κυα] supp. Lobel) fr. 215b. 7.

Greek Monolingual

μελάναιγις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για τις Ερινύες ή ως επίκληση του Διονύσου στον αρχαίο δήμο Μελαινών της Αττικής και στην Ερμιόνη) αυτός που κρατά μαύρη ασπίδα, κατασκευασμένη από δέρμα μαύρης γίδας
2. φρ. «μελάναιγις οἶνος» ή, απλώς, «μελάναιγις» — οίνος με βαθύ ερυθρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + αἰγίς, -ίδος «ασπίδα» (πρβλ. πολέμαιγις, χρύσαιγις)].

Greek Monotonic

μελάναιγῐς: -ιδος, ὁ και ἡ, αυτός που κρατά μαύρη αιγίδα (λέγεται για τις Ερινύες), σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μελάν-αιγῐς, ιδος, ὁ, ἡ,
with dark aegis, Aesch.