πλεονάκις: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλεονάκις:''' (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πλεονάκις:''' (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1</b> [[многократно]], [[часто]] (ἢ [[ἅπαξ]] ἢ καὶ π. Plat.; λέγειν τὸ [[αὐτό]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[большее число раз]]: [[ἐλάττων]] π. [[γενέσθαι]] Plat. возникнуть от умножения меньшего числа на большее. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 25 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (πλέων) A more frequently, oftener, Hp.Acut.29, Lys.14.30, Pl.Phd.112d, etc.; several times, frequently, Arist.Pol.1299a9, IG22.682.25, 1304.5, PCair.Zen.31.11 (iii B.C.); too often, Hp.Aph.5.16. II taken more times together, multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Pl.Tht.148a:—also πλεονάκι, PMagd.25.4 (iii B.C.); πλειονάκις, PCair.Zen.29.2 (iii B.C.), IG12(5).533 (Ceos, iii B. C.), 9(1).694.45 (Corc., ii B.C.); πλειονάκι, Sammelb.4638.18 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 630] adv., öfter, Lys. 14, 30, Plat. Phaed. 112 d; Gegensatz ἐλαττονάκις, Theaet. 148 a; Isocr. 3, 19; Arist. eth. 5, 1 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
adv.
plus souvent.
Étymologie: πλέον, -ακις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεονάκις [πλέον] adv., vaker, herhaaldelijk; vermenigvuldigd met een groter getal. Plat. Tht. 148a.
Russian (Dvoretsky)
πλεονάκις: (ᾰ) adv.
1 многократно, часто (ἢ ἅπαξ ἢ καὶ π. Plat.; λέγειν τὸ αὐτό Arst.);
2 большее число раз: ἐλάττων π. γενέσθαι Plat. возникнуть от умножения меньшего числа на большее.
Greek Monolingual
ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α
επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα
αρχ.
1. πολλές φορές, συχνά
2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα
3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλε(ῖ)ον, ουδ. του πλείων + επιρρμ. κατάλ. -άκι(ς) (πρβλ. πλειστ -άκις)].
Greek Monotonic
πλεονάκις: [ᾰ], επίρρ. (πλέων), πιο συχνά, συχνότερα, σε Πλάτ.· περισσότερες φορές, συχνά, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ., (πλέων) συχνότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Λυσ. 142. 27, Πλάτ. Φαίδων 112D, κτλ.· πολλάκις, συχνάκις, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 1, κ. ἀλλ.· παρὰ πολὺ συχνά, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. περισσοτέρας φοράς, κατὰ πολλαπλασιασμὸν ἐπὶ μεγαλείτερον ἀριθμόν, ἀντίθετ. τῷ ἐλαττονάκις, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α. ― ὡσαύτως πλειονάκις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 46., 2356. 3.
Middle Liddell
πλέων
more frequently, oftener, Plat.: several times, frequently, Arist.