συναρμοστής: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συναρμοστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''συναρμοστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[пригоняющий друг к другу камни или каменотес]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[сингармост]], [[помощник гармоста]] (правителя) Luc. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:35, 25 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who fits together, λίθων Luc.Somn.2; σ. ὁ θεός Theo Sm.p.12 H.
German (Pape)
[Seite 1004] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des ἁρμοστής, der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 celui qui ajuste ou arrange;
2 fig. gouverneur adjoint.
Étymologie: συναρμόζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναρμοστής -οῦ, ὁ [συναρμόζω] samenvoeger, samensteller.
Russian (Dvoretsky)
συναρμοστής: οῦ ὁ
1 пригоняющий друг к другу камни или каменотес Luc.;
2 сингармост, помощник гармоста (правителя) Luc.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συναρμόζω
αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής
μσν.
μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων
αρχ.
α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης
β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης.
Greek Monotonic
συναρμοστής: -οῦ, ὁ,
I. αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει, λίθων, σε Λουκ.
II. συγκυβερνήτης, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμοστής: -οῦ, ὁ, ὁ συναρμόζων, λίθον ἐργάτην ἀγαθὸν εἶναι καὶ συναρμοστὴν Λουκ. Ἐνύπν. 2. ΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύων, συμφιλιώνων, Γρηγ. Ναζ., κλπ. ΙΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἁρμοστής, βοηθὸς αὐτοῦ, συγκυβερνήτης, Λουκ. Τόξαρ. 32.
Middle Liddell
συν-αρμοστής, οῦ, ὁ,
I. one who fits together, λίθων Luc.
II. a joint-governor, Luc.