ἀνθολογία: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνθολογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[собирание цветов]] Luc.;<br /><b class="num">2)</b> досл. собрание цветов, цветник, перен. антология (сборник мелких избранных стихотворений).
|elrutext='''ἀνθολογία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[собирание цветов]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> досл. собрание цветов, цветник, перен. антология (сборник мелких избранных стихотворений).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθολογία Medium diacritics: ἀνθολογία Low diacritics: ανθολογία Capitals: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: anthología Transliteration B: anthologia Transliteration C: anthologia Beta Code: a)nqologi/a

English (LSJ)

ἡ, flower-gathering, Luc.Pisc. 6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ acción de recoger flores Luc.Pisc.6.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das Blumensammeln, Luc. Pisc. 6, Blumenlese, der Name von Sammlungen kleinerer Gedichte, meist Epigramme, deren Namen erkl. Meleager's Einleitungsgedicht zu seiner Blumenlese (Pal. IV, 1), wo er einen Kranz von Dichtern, jeden mit einer Blume vergleichend, flicht.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
recueil de pièces de vers choisies, anthologie.
Étymologie: ἀνθολογέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθολογία:
1 собирание цветов Luc.;
2 досл. собрание цветов, цветник, перен. антология (сборник мелких избранных стихотворений).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθολογία: ἡ, συλλογὴ ἀνθέων, Λουκ. Ἁλ. 6. - Ἀνθολογίαι ἐκλήθησαν συλλογαὶ μικρῶν Ἑλληνικῶν ποιημάτων (ἰδίως ἐπιγραμμάτων) ὑπὸ διαφόρων συγγραφέων, ἅπερ οἱ ἐκδόντες συνέλεξαν καὶ συνήρμοσαν εἰς ἓν ὅλον, ἐν εἴδει ἀνθοδέσμης. Ἡ πρώτη ἐγένετο ὑπὸ Μελεάγρου (Ἀνθ. Π. 4. 1)· ἔπειτα ἦλθεν ἡ ὑπὸ Φιλίππου τοῦ Θεσσαλονικέως, ἀκολούθως ἡ ὑπὸ τοῦ Ἀγαθίου· ἔχομεν ὡσαύτως καὶ τὴν ὑπὸ Κωνσταντίνου Κεφαλᾶ (πρότερον καλουμένην Βατικανήν, ἤδη δὲ Παλατίνην) καὶ τὴν ὑπὸ Μαξίμου Πλανούδη.

Greek Monolingual

η (ΜΑ ἀνθολογία)
νεοελλ.
συλλογή εκλεκτών ποιητικών ή πεζών κειμένων μιας εποχής, ενός τόπου ή ενός συγγραφέα
αρχ.
συλλογή λουλουδιών.

Greek Monotonic

ἀνθολογία: ἡ, συλλογή λουλουδιών, σε Λουκ.· οι Ἀνθολογίαι ήταν συλλογές μικρών ελληνικών ποιημάτων και επιγραμμάτων από διαφόρους συνθέτες, τις οποίες ο εκδότης είχε συλλέξει ως ανθοδέσμη.

Middle Liddell


a flower-gathering, Luc.: Ἀνθολογίαι were collections of small Greek poems and epigrams by several authors, which the editor made up into a posy or nosegay.

Mantoulidis Etymological

(=συλλογή λουλουδιῶν, συλλογή ποιημάτων σάν ἀνθοδέσμη). Ἀπό τό ἄνθος + λέγω (=συγκεντρώνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.