πορφυρεύς: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> pêcheur de coquillages à pourpre;<br /><b>2</b> teinturier en pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]]. | |btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> [[pêcheur de coquillages à pourpre]];<br /><b>2</b> teinturier en pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:00, 28 November 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, fisher for purple fish, Hdt.4.151, Arist.Pr.966b25, Ph.1.35, prob.in E. Fr.670.
German (Pape)
[Seite 686] ὁ, Purpurfischer, -sänger, -färber; Her. 4, 151; Luc. Tox. 18; Ael. H. A. 7, 34.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 pêcheur de coquillages à pourpre;
2 teinturier en pourpre.
Étymologie: πορφύρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορφυρεύς -έως, ὁ [πορφύρα] purpervisser.
Russian (Dvoretsky)
πορφῠρεύς: έως ὁ
1 ловец багрянок (οἱ ἁλιεῖς καὶ πορφυρεῖς Arst.);
2 торговец пурпуром Her.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. πομπ-εύς)].
Greek Monotonic
πορφῠρεύς: -έως, ὁ, ψαράς πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρεύς: έως, ὁ, ἁλιεὺς πορφύρας, ὁ ἁλιεύων κογχύλια πορφύρας, Λατ. purpurarius, Ἡρόδ. 4. 151, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2· ― οὕτως ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 672, ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 234 διορθοῖ βίος πορφυρέως θαλάσσιος ἀντὶ πορφυροῦς.