ἀποσκυθίζω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> scalper comme les Scythes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> raser la tête.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[Σκύθης]]. | |btext=<b>1</b> [[scalper comme les Scythes]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> raser la tête.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[Σκύθης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:05, 28 November 2022
English (LSJ)
A scalp (as the Scythians did), LXX 4 Ma.10.7. 2 metaph. in Pass., to be shaved bare, κρᾶτ' ἀπεσκυθισνένη E.Tr.1026; τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀπεσκυθίσθαι Ath.12.524f.
Spanish (DGE)
(ἀποσκῠθίζω) 1 arrancar la cabellera como los escitas, escalpar como tortura αὐτὸν ... ἀπεσκύθιζον LXX 4Ma.10.7, cf. Hsch.
2 en v. med.-pas. afeitarse la cabeza en señal de duelo κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένην E.Tr.1026, Σκύθαι δὲ πρῶτοι ἐκείραντο διὸ καὶ ἀπεσκυβιομένοι λέγονται Sch.Er.Il.2.11b, por ultraje τὴν ἐφ' ὕβρει κουρὰν ἀποσκυθίσθαι Clearch.46, cf. Eust.1292.63.
German (Pape)
[Seite 325] nach Scythen Art die Kopfhaut mit dem Haare abziehen, übh. kahl scheeren, κρᾶτα Eur. Tr. 1026; ἀπεσκυθίσθαι ἡ ἐφ' ὕβρει κουρά Ath. XII, 524 e.
French (Bailly abrégé)
1 scalper comme les Scythes;
2 p. ext. raser la tête.
Étymologie: ἀπό, Σκύθης.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκῠθίζω: на скифский лад сдирать кожу с головы, перен. брить или стричь наголо (κρᾶτ᾽ ἀπεσκυθισμένη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκυθίζω: μέλλ. - ίσω, ἀφαιρῶ τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς μετὰ τῶν τριχῶν ὡς ἔπραττον οἱ Σκύθαι, Ἰωσήπ. Μακκ. ι΄, 7, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 64, Ἀθήν. 524ϝ. 2) καταχρηστ. ἐν τῷ παθ., ξυρίζομαι μέχρι τοῦ δέρματος, κρᾶτ’ ἀπεσκυθισμένη Εὐρ. Τρῳ. 1026. - Ὁ Σουΐδ. ἀναφέρει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας: «ἀποσκυθίται, κυρίως μὲν τὸ ἐπιτεμεῖν τὸ κεφάλαιον δέρμα σὺν θριξί, καταχρηστικῶς δὲ τὸ ἀποκεῖραι».
Greek Monolingual
ἀποσκυθίζω (Α) σκυθίζω
1. αφαιρώ το δέρμα της κεφαλής με τις τρίχες, όπως έκαναν οι Σκύθες
2. παθ. κουρεύομαι «εν χρω», γουλί.
Greek Monotonic
ἀποσκῠθίζω: μέλ. -ίσω, ξυρίζω τα μαλλιά από το κεφάλι μου ως το δέρμα όπως συνήθιζαν οι Σκύθες· μεταφ. στην Παθ., ξυρίζομαι μέχρι το δέρμα, απογυμνώνομαι, κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένη, σε Ευρ.
Middle Liddell
to strip off the scalp in Scythian fashion: metaph. in Pass. to be shaved bare, κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένη Eur.