συνόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=détruire de fond en comble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνόλλυμαι périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὄλλυμι]].
|btext=détruire de fond en comble;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[συνόλλυ]]μαι périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὄλλυμι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:51, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνόλλῡμι Medium diacritics: συνόλλυμι Low diacritics: συνόλλυμι Capitals: ΣΥΝΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: synóllymi Transliteration B: synollymi Transliteration C: synollymi Beta Code: suno/llumi

English (LSJ)

destroy together, Bion 1.29 (divisim):—Med., perish along with, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ E.Hel.104.

German (Pape)

[Seite 1030] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich zu Grunde richten, u. med. mit umkommen, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Eur. Hel. 103, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

détruire de fond en comble;
Moy. συνόλλυμαι périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὄλλυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνόλλυμι [σύν, ὄλλυμι] med. samen omkomen. Eur. Hel. 104.

Greek Monolingual

ΜA
μέσ. συνόλλυμαι
αφανίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κάποιον
αρχ.
εξολοθρεύω, καταστρέφω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»].

Greek Monotonic

συνόλλῡμι: καταστρέφω μαζί, σε Βίωνα — Μέσ., αόρ. βʹ -ωλόμην, αφανίζομαι, καταστρέφομαι, χάνομαι από κοινού με, τινι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνόλλῡμι: ὄλλυμι, καταστρέφω ὁμοῦ, ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος Βίων 1. 29. ― Μέσ., ὄλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁθούνεκ’ αὐτῷ γ’ οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Εὐρ. Ἑλ. 104.

Middle Liddell


to destroy together, Bion.:—Mid., aor2 -ωλόμην, to perish along with, τινι Eur.