χρωτίζω: Difference between revisions
Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=colorer, teindre;<br /><i><b>Moy.</b></i> | |btext=colorer, teindre;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[χρωτίζο]]μαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:52, 28 November 2022
English (LSJ)
colour, χ. τὸν οἶνον give it colour and flavour, Plu.2.693c:—Med., χ. τὴν φύσιν τινί tinge one's nature with... Ar.Nu. 516(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1384] färben, abfärben, Sp.; τὸν οἶνον, den Wein anmachen, ihm Farbe und Geschmack geben, Plut. Symp. 6, 7,2. – Med., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν τινί, seinem Wesen einen Anstrich wovon geben, Ar. Nub. 508.
French (Bailly abrégé)
colorer, teindre;
Moy. χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).
Étymologie: χρώς.
Russian (Dvoretsky)
χρωτίζω: досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν οἶνον ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν ἑαυτοῦ νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.
Greek (Liddell-Scott)
χρωτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χρώζω, χρωματίζω, χρ. τὸν οἶνον, δίδω εἰς τὸν οἶνον χρῶμα καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.
Greek Monolingual
ΜΑ χρώς, χρωτός]
μσν.
μέσ. χρωτίζομαι
μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.)
αρχ.
1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.)
2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — μεταδίδω τις ιδιότητές μου σε κάποιον, επηρεάζω κάποιον (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
χρωτίζω: μέλ. -ίσω όπως χρῴζω, χρωματίζω — Μέσ., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χρωτίζω, like χρώζω
to colour:—Mid., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν to tinge one's nature, Ar.