καλαμευτής: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλαμευτής -οῦ, ὁ [καλάμη] maaier:. οὕτω... ἐρεθίζετε τὼς καλαμευτάς zo plagen jullie (krekels) de maaiers Theocr. 5.111.<br />καλαμευτής -οῦ, ὁ [κάλαμος] hengelaar, visser:. ἐπακταῖος καλαμευτής visser aan het strand AP 7.504.1.
|elnltext=καλαμευτής -οῦ, ὁ [καλάμη] maaier:. οὕτω... ἐρεθίζετε τὼς καλαμευτάς zo plagen jullie (krekels) de maaiers Theocr. 5.111.<br />καλαμευτής -οῦ, ὁ [κάλαμος] [[hengelaar]], [[visser]]:. ἐπακταῖος καλαμευτής visser aan het strand AP 7.504.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰλᾰμευτής, οῦ, [as if from *καλαμεύω]<br /><b class="num">I.</b> a [[reaper]], [[mower]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> an [[angler]], Anth.
|mdlsjtxt=κᾰλᾰμευτής, οῦ, [as if from *καλαμεύω]<br /><b class="num">I.</b> a [[reaper]], [[mower]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> an [[angler]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:05, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμευτής Medium diacritics: καλαμευτής Low diacritics: καλαμευτής Capitals: ΚΑΛΑΜΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kalameutḗs Transliteration B: kalameutēs Transliteration C: kalameftis Beta Code: kalameuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ (as if from *καλαμεύω), A reaper, mower, Theoc.5.111. II = καλαμεύς, AP6.167 (Agath.), 10.8 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, 1) der Schnitter, Mäher, Theocr. 5, 111, Schol. θεριστής. – 2) der Angler, Archi. 17 (X, 8) Agath. 28 (VI, 167) u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
moissonneur.
Étymologie: καλάμη.
2οῦ (ὁ) :
pêcheur à la ligne.
Étymologie: κάλαμος.

Greek Monolingual

καλαμευτής, ὁ (Α)
1. θεριστής
2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμευτής: -οῦ, ὁ,
I. (όπως αν προερχόταν από το *καλαμεύω), θεριστής, σε Θεόκρ.
II. αυτός που ψαρεύει με πετονιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμευτής: οῦ ὁ καλάμη жнец Theocr.
οῦ ὁ κάλαμος рыболов-удильщик Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαμευτής -οῦ, ὁ [καλάμη] maaier:. οὕτω... ἐρεθίζετε τὼς καλαμευτάς zo plagen jullie (krekels) de maaiers Theocr. 5.111.
καλαμευτής -οῦ, ὁ [κάλαμος] hengelaar, visser:. ἐπακταῖος καλαμευτής visser aan het strand AP 7.504.1.

Middle Liddell

κᾰλᾰμευτής, οῦ, [as if from *καλαμεύω]
I. a reaper, mower, Theocr.
II. an angler, Anth.